Anonymous

πεζοναύτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως"
(31)
 
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και [[κυρίως]] σε αποβατικά αγήματα<br /><b>2.</b> (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο [[πλοίο]] και στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> (<b>[[ιδίως]] στον πληθ.</b>) <i>οι πεζοναύτες</i><br />δυνάμεις του στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη [[διεξαγωγή]] πολεμικών επιχειρήσεων, σε [[συνεργασία]] με το πολεμικό [[ναυτικό]] και την [[αεροπορία]], που προορίζονται για την [[εξουδετέρωση]] προγεφυρωμάτων [[κοντά]] στις ακτές, για την [[κάλυψη]] της αποβατικής ενέργειας του όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την [[άμυνα]] θαλάσσιων ακτών και, [[τέλος]], για την [[ασφάλεια]] λιμανιών και παράκτιων στόχων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> [[ναύτης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>πεζοναύται</i>, μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἐφημερίς</i>].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[ναύτης]] του πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και [[κυρίως]] σε αποβατικά αγήματα<br /><b>2.</b> (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) [[μέλος]] του πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο [[πλοίο]] και στην [[ξηρά]]<br /><b>3.</b> (<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>οι πεζοναύτες</i><br />δυνάμεις του στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη [[διεξαγωγή]] πολεμικών επιχειρήσεων, σε [[συνεργασία]] με το πολεμικό [[ναυτικό]] και την [[αεροπορία]], που προορίζονται για την [[εξουδετέρωση]] προγεφυρωμάτων [[κοντά]] στις ακτές, για την [[κάλυψη]] της αποβατικής ενέργειας του όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την [[άμυνα]] θαλάσσιων ακτών και, [[τέλος]], για την [[ασφάλεια]] λιμανιών και παράκτιων στόχων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> [[ναύτης]]. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. <i>πεζοναύται</i>, μαρτυρείται από το 1886 στην [[εφημερίδα]] <i>Ἐφημερίς</i>].
}}
}}