3,277,119
edits
(30) |
m (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παιγνίδι]], το (ΑΜ [[παιγνίδιον]], Μ και παιγνίδιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απασχόληση]] ομαδική ή ατομική, οργανωμένη ή αυθόρμητη, στην οποία συμμετέχει το [[σώμα]] ή το [[μυαλό]] ή και τα δύο και αποβλέπει στη [[διασκέδαση]] ή στην [[ψυχαγωγία]] ή και στην [[άσκηση]] του σώματος, [[ιδίως]] τών παιδιών<br /><b>2.</b> η [[χαρτοπαιξία]] με χρήματα ή η [[ενασχόληση]] με το [[χρηματιστήριο]]<br /><b>3.</b> [[επινόηση]] ή [[τέχνασμα]] για [[διακωμώδηση]] ή [[εξαπάτηση]] κάποιου («του έπαιξαν άσχημο [[παιχνίδι]] για να του πάρουν τα λεφτά»)<br /><b>4.</b> (<b> | |mltxt=και [[παιγνίδι]], το (ΑΜ [[παιγνίδιον]], Μ και παιγνίδιν)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απασχόληση]] ομαδική ή ατομική, οργανωμένη ή αυθόρμητη, στην οποία συμμετέχει το [[σώμα]] ή το [[μυαλό]] ή και τα δύο και αποβλέπει στη [[διασκέδαση]] ή στην [[ψυχαγωγία]] ή και στην [[άσκηση]] του σώματος, [[ιδίως]] τών παιδιών<br /><b>2.</b> η [[χαρτοπαιξία]] με χρήματα ή η [[ενασχόληση]] με το [[χρηματιστήριο]]<br /><b>3.</b> [[επινόηση]] ή [[τέχνασμα]] για [[διακωμώδηση]] ή [[εξαπάτηση]] κάποιου («του έπαιξαν άσχημο [[παιχνίδι]] για να του πάρουν τα λεφτά»)<br /><b>4.</b> (<b>ιδίως στον πληθ.</b>) <i>τα παιχνίδια</i><br />μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται σε λαϊκές διασκεδάσεις («για χαμηλώστε φλάμπουρα, πάψετε [[σεις]], παιχνίδια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>5.</b> [[διεξαγωγή]] ομαδικού αθλήματος, [[συνάντηση]] αθλητικών ομίλων, [[κυρίως]] ποδοσφαιρικών<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> α) [[ασχολία]] πολύ εύκολη που δεν προκαλεί κόπο («αυτή η δουλειά [[είναι]] [[παιχνίδι]] για [[σένα]]»)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) [[έρμαιο]], [[άθυρμα]] («έχει γίνει το [[παιχνίδι]] της γυναίκας του»)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τυχερά]] παιχνίδια» — παιχνίδια τα οποία εξαρτώνται [[κυρίως]] από την [[τύχη]]<br />β) «[[τεχνικά]] παιχνίδια» — παιχνίδια που εξαρτώνται από την [[ικανότητα]] του παίκτη<br />γ) «μικτά παιχνίδια» — κερδοσκοπικά παιχνίδια στα οποία [[μεγάλη]] [[σημασία]] έχει η [[τύχη]] [[αλλά]] και η [[ικανότητα]] του παίκτη<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] ή [[μέσο]] ψυχαγωγίας τών παιδιών<br /><b>2.</b> [[ερωτοτροπία]] («ούτ' έρωτος παιχνίδια τον νουν συγχύζουν», Κάλβ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[αστειολογία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />κωμική [[παράσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[παιγνίδιον]] <span style="color: red;"><</span> [[παίγνιον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -[[ίδιον]]. Ο νεοελλ. τ. [[παιχνίδι]] κατ' [[επίδραση]] του [[παίχτης]]]. | ||
}} | }} |