Anonymous

μιγνύω: Difference between revisions

From LSJ
109 bytes removed ,  29 March 2023
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[μειγνύω]] (ΑΜ [[μείγνυμι]] και μίγνυμ.ι και [[μειγνύω]] και [[μιγνύω]] και [[μίγω]]. Α και [[σμιγνύω]] και [[μίσγω]])<br />[[ανακατεύω]], [[συγχωνεύω]], [[ζυμώνω]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με εχθρική [[σημασία]]) [[εμπλέκω]] σε [[φιλονικία]] ή [[διχόνοια]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[επαφή]] ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιπίπτω]], [[καταντώ]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) <i>μίγνυμαι</i><br />α) συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]], [[μάχομαι]]<br />β) [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον, [[συζώ]]<br />γ) [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι<br />δ) (για πράγματα) [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με [[κάτι]], [[εισχωρώ]], [[εισδύω]] («φθεγγομένου δ' ἄρα τοῦ γε [[κάρη]] κονίῃσιν ἐμίχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παίρνω]]<br />στ) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι<br />ζ) [[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγ</i>-<i>νυμι</i> / <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>γ</i>-<i>νύω</i> ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meik</i>- «[[αναμιγνύω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>miśra</i>- ([[πρβλ]]. βαλτ. και λιθουαν. <i>misras</i> «αναμεμιγμένος», λίθουαν. <i>miešiu</i>, <i>miešti</i>, αρχ. σλαβ. <i>m</i><i>ě</i><i>šo</i>, <i>m</i><i>ě</i><i>šiti</i> «[[αναμιγνύω]]»). Η [[εναλλαγή]] στο [[θέμα]] [[μεταξύ]] απαθούς (<i>μειγ</i>-) και μηδενισμένης (<i>μίγ</i>-) βαθμίδας της ρίζας έχει γεννήσει προβλήματα στην [[ορθογραφία]] τών τύπων του ρ., μια και οι γραπτές μαρτυρίες για ορισμένους τύπους [[είναι]] ασαφείς. Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] <i>μειγ</i>- θεωρείται αρχαία στον μέλλοντα και αόριστο <i>μείξω</i>, <i>ἔμειξα</i> και πιθ. στον ενεστ. [[μείγνυμι]], ενώ η μηδενισμένη <i>μιγ</i>- στον παθ. αόρ. <i>ἐμίγην</i> και πιθ. στον <i>ἐμίχθην</i>, στον παρακμ. <i>μέμιγμαι</i> και στο ρηματ. επίθ. [[μικτός]]. Στα παράγωγα ουσιαστικά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία στο [[μίξις]] ([[πρβλ]]. [[δόσις]], [[πίστις]]), ενώ η [[απαθής]] στο [[μεῖγμα]] ([[πρβλ]]. [[πνεύμα]], [[αλλά]] [[τίθημι]]: [[θέμα]]). Παρά τις προηγούμενες υποθέσεις, πολύ [[γρήγορα]] έγινε η [[σύγχυση]] [[ανάμεσα]] στα θέματα <i>μειγ</i>-/<i>μιγ</i>- [[έτσι]] ώστε δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με [[σιγουριά]] σε ποιους τύπους [[είναι]] αρχικό το θ. <i>μειγ</i>- ή <i>μιγ</i>- και σε ποιους μεταγενέστερο, [[προϊόν]] αναλογίας. Πάντως τ. όπως [[μίγμα]], [[μίξις]] ορισμένων γραπτών παραδόσεων θεωρούνται μεταγενέστεροι. Όσον αφορά τον ενεστ. [[μείγνυμι]], από μορφολογικής απόψεως, θεωρείται [[μεταγενέστερος]], σχηματισμένος [[κατά]] το [[πρότυπο]] πολλών ενεστώτων σε -<i>νυμι</i> από το θ. του αορ. <i>ἔμειξα</i>. Αρχαιότερος τ. ενεστ. [[είναι]] ο τ. [[μίσγω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>μιγ</i>-<i>σκω</i>, [[πρβλ]]. [[πάσχω]] <span style="color: red;"><</span> <i>παθ</i>-<i>σκω</i>), που συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. <i>miscan</i>, λατ. <i>misceo</i>, ιρλδ. <i>mescaim</i> «[[αναμιγνύω]], [[συγχέω]]». Είναι χαρακτηριστικό, [[τέλος]], ότι μόνο στην ελλ. απαντά το ηχηρό κλειστό [[σύμφωνο]] -<i>γ</i>-, ενώ στις άλλες γλώσσες εμφανίζεται το άηχο κλειστό -<i>κ</i>- ([[πρβλ]]. ΙΕ [[ρίζα]] <i>meik</i>- και αρχ. ινδ. <i>mimiksati</i> «[[αναμιγνύω]]» <i>ā</i><i>miks</i><i>ā</i> «[[σβώλος]] πηγμένου γάλακτος»). Το θ. <i>μιγ</i>- του ρήματος εμφανίζεται και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[μιγής]] ([[πρβλ]]. [[αμιγής]], [[παμμιγής]], <i>σιμ</i>-[[μιγής]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μιγάς]], [[μίγδην]], [[μίγμα]], [[μιγμός]], [[μικτός]], [[μίξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίγα]], [[μίγδα]], [[μιγής]], [[μιγός]], <i>μιξ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μίκτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) α) <i>μιξ</i>(<i>ο</i>)-: [[μιξοβάρβαρος]], [[μίξοδος]], [[μιξοπάρθενος]], [[μίξοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξαίθρια]], [[μιξάνθρωπος]], [[μιξαρχαγέτας]], [[μιξέλλην]], [[μιξίαμβος]], [[μιξοβόας]], [[μιξογενής]], [[μιξοθάλασσος]], [[μιξόθηλυς]], [[μιξόθηρος]], [[μιξόθροος]], [[μιξόλευκος]], [[μιξολύδιος]], [[μιξόμβροτος]], [[μιξονόμος]], <i>μιξόπος</i>, [[μιξοφρύγιος]], [[μιξοφυής]], <i>μιξόπλωρος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[μιξανάρρους]], [[μιξόθριξ]], [[μιξόλεθρος]], [[μιξοπόλιος]], [[μιξοφυσίτης]], [[μιξόχροος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιξοπαρθένα]], [[μιξοσόλοικος]], [[μιξομέταλλο]] μισγ</i>- του [[μίσγω]]: [[μισγάγκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισγόνομος]]. (Β' συνθετικό) α) <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>μ</i>(<i>ε</i>)<i>γνύω</i>: <i>αναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>αναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, <i>εγκαταμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>εγκαταμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, [[επιμίγνυμι]] / <i>επιμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i> / <i>προσμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>σνμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>συναναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i><br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>αποσυμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>διαμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>διαμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, <i>εμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>επισυμμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>καταμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>καταμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, <i>παραμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>παραμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, <i>παραμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>προμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>προσαναμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>συγκαταμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>συμπαραμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i> / <i>συμπαραμ</i>(<i>ε</i>)<i>ιγνύω</i>, <i>συμπροσμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>συνεπιμ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i>, <i>υπομ</i>(<i>ε</i>)<i>ίγνυμι</i><br />β) [[μίσγω]]: <b>αρχ.</b> [[αναμίσγω]], [[διαμίσγω]], <i>εγκαταμίσγω</i>, <i>εμμίσγω</i>, [[επιμίσγω]], [[καταμίσγω]], [[μεταμίσγω]], [[παραμίσγω]], <i>παρεμμίσγω</i>, [[προσμίσγω]], [[προσυμμίσγω]], [[συμμίσγω]], [[συναναμίσγω]].
|mltxt=και [[μειγνύω]] (ΑΜ [[μείγνυμι]] και μίγνυμ.ι και [[μειγνύω]] και [[μιγνύω]] και [[μίγω]]. Α και [[σμιγνύω]] και [[μίσγω]])<br />[[ανακατεύω]], [[συγχωνεύω]], [[ζυμώνω]], [[συμφύρω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με εχθρική [[σημασία]]) [[εμπλέκω]] σε [[φιλονικία]] ή [[διχόνοια]], [[συμπλέκω]]<br /><b>2.</b> [[φέρνω]] κάποιον σε [[επαφή]] ή σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («ἄνδρας.. μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περιπίπτω]], [[καταντώ]]<br /><b>4.</b> (το παθ.) μίγνυμαι<br />α) συμπλέκομαι, [[συγκρούομαι]], [[μάχομαι]]<br />β) [[συναναστρέφομαι]] με κάποιον, [[συζώ]]<br />γ) [[συνευρίσκομαι]], συνουσιάζομαι<br />δ) (για πράγματα) [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με [[κάτι]], [[εισχωρώ]], [[εισδύω]] («φθεγγομένου δ' ἄρα τοῦ γε [[κάρη]] κονίῃσιν ἐμίχθη», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ε) [[παίρνω]]<br />στ) κυριεύομαι, καταλαμβάνομαι<br />ζ) [[έρχομαι]] σε έναν [[τόπο]], [[εισέρχομαι]] [[κάπου]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. μ(ε)ίγ-νυμι / μ(ε)γ-νύω ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] meik- «[[αναμιγνύω]]» και συνδέεται με αρχ. ινδ. miśra- ([[πρβλ]]. βαλτ. και λιθουαν. misras «αναμεμιγμένος», λίθουαν. miešiu, miešti, αρχ. σλαβ. měšo, měšiti «[[αναμιγνύω]]»). Η [[εναλλαγή]] στο [[θέμα]] [[μεταξύ]] απαθούς (μειγ-) και μηδενισμένης (μίγ-) βαθμίδας της ρίζας έχει γεννήσει προβλήματα στην [[ορθογραφία]] τών τύπων του ρ., μια και οι γραπτές μαρτυρίες για ορισμένους τύπους [[είναι]] ασαφείς. Η [[απαθής]] [[βαθμίδα]] μειγ- θεωρείται αρχαία στον μέλλοντα και αόριστο μείξω, ἔμειξα και πιθ. στον ενεστ. [[μείγνυμι]], ενώ η μηδενισμένη μιγ- στον παθ. αόρ. ἐμίγην και πιθ. στον ἐμίχθην, στον παρακμ. μέμιγμαι και στο ρηματ. επίθ. [[μικτός]]. Στα παράγωγα ουσιαστικά η μηδενισμένη [[βαθμίδα]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αρχαία στο [[μίξις]] ([[πρβλ]]. [[δόσις]], [[πίστις]]), ενώ η [[απαθής]] στο [[μεῖγμα]] ([[πρβλ]]. [[πνεύμα]], [[αλλά]] [[τίθημι]]: [[θέμα]]). Παρά τις προηγούμενες υποθέσεις, πολύ [[γρήγορα]] έγινε η [[σύγχυση]] [[ανάμεσα]] στα θέματα μειγ-/μιγ- [[έτσι]] ώστε δύσκολα μπορεί να προσδιοριστεί με [[σιγουριά]] σε ποιους τύπους [[είναι]] αρχικό το θ. μειγ- ή μιγ- και σε ποιους μεταγενέστερο, [[προϊόν]] αναλογίας. Πάντως τ. όπως [[μίγμα]], [[μίξις]] ορισμένων γραπτών παραδόσεων θεωρούνται μεταγενέστεροι. Όσον αφορά τον ενεστ. [[μείγνυμι]], από μορφολογικής απόψεως, θεωρείται [[μεταγενέστερος]], σχηματισμένος [[κατά]] το [[πρότυπο]] πολλών ενεστώτων σε -νυμι από το θ. του αορ. ἔμειξα. Αρχαιότερος τ. ενεστ. [[είναι]] ο τ. [[μίσγω]] (<span style="color: red;"><</span> μιγ-σκω, [[πρβλ]]. [[πάσχω]] <span style="color: red;"><</span> παθ-σκω), που συνδέεται με αρχ. άνω γερμ. miscan, λατ. misceo, ιρλδ. mescaim «[[αναμιγνύω]], [[συγχέω]]». Είναι χαρακτηριστικό, [[τέλος]], ότι μόνο στην ελλ. απαντά το ηχηρό κλειστό [[σύμφωνο]] -γ-, ενώ στις άλλες γλώσσες εμφανίζεται το άηχο κλειστό -κ- ([[πρβλ]]. ΙΕ [[ρίζα]] meik- και αρχ. ινδ. mimiksati «[[αναμιγνύω]]» āmiksā «[[σβώλος]] πηγμένου γάλακτος»). Το θ. μιγ- του ρήματος εμφανίζεται και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[μιγής]] ([[πρβλ]]. [[αμιγής]], [[παμμιγής]], σιμ-[[μιγής]] <b>κ.λπ.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[μιγάς]], [[μίγδην]], [[μίγμα]], [[μιγμός]], [[μικτός]], [[μίξη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μίγα]], [[μίγδα]], [[μιγής]], [[μιγός]], μιξ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μίκτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) α) μιξ(ο)-: [[μιξοβάρβαρος]], [[μίξοδος]], [[μιξοπάρθενος]], [[μίξοφρυς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μιξαίθρια]], [[μιξάνθρωπος]], [[μιξαρχαγέτας]], [[μιξέλλην]], [[μιξίαμβος]], [[μιξοβόας]], [[μιξογενής]], [[μιξοθάλασσος]], [[μιξόθηλυς]], [[μιξόθηρος]], [[μιξόθροος]], [[μιξόλευκος]], [[μιξολύδιος]], [[μιξόμβροτος]], [[μιξονόμος]], μιξόπος, [[μιξοφρύγιος]], [[μιξοφυής]], μιξόπλωρος<br /><b>μσν.</b><br />[[μιξανάρρους]], [[μιξόθριξ]], [[μιξόλεθρος]], [[μιξοπόλιος]], [[μιξοφυσίτης]], [[μιξόχροος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[μιξοπαρθένα]], [[μιξοσόλοικος]], [[μιξομέταλλο]] μισγ- του [[μίσγω]]: [[μισγάγκεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μισγόνομος]]. (Β' συνθετικό) α) [[μείγνυμι]] / [[μειγνύω]]: [[αναμείγνυμι]] / [[αναμειγνύω]], [[εγκαταμείγνυμι]] / [[εγκαταμειγνύω]], [[επιμίγνυμι]] / [[επιμειγνύω]] / [[προσμείγνυμι]], [[σνμμείγνυμι]], [[συναναμείγνυμι]], [[μίγνυμι]] / [[μιγνύω: αναμίγνυμι]] / [[αναμιγνύω]], [[εγκαταμίγνυμι]] / [[εγκαταμιγνύω]], [[επιμίγνυμι]] / [[επιμιγνύω]] / [[προσμίγνυμι]], [[σνμμίγνυμι]], [[συναναμίγνυμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αμφιμείγνυμι]], [[αποσυμμείγνυμι]], [[διαμείγνυμι]] / [[διαμειγνύω]], [[εμμείγνυμι]], [[επισυμμείγνυμι]], [[καταμείγνυμι]] / [[καταμειγνύω]], [[παραμείγνυμι]] / [[παραμειγνύω]], [[παραμείγνυμι]], [[προμείγνυμι]], [[προσαναμείγνυμι]], [[συγκαταμείγνυμι]], [[συμπαραμείγνυμι]] / [[συμπαραμειγνύω]], [[συμπροσμείγνυμι]], [[συνεπιμείγνυμι]], [[υπομείγνυμι]], [[αμφιμίγνυμι]], [[αποσυμμίγνυμι]], [[διαμίγνυμι]] / [[διαμιγνύω]], [[εμμίγνυμι]], [[επισυμμίγνυμι]], [[καταμίγνυμι]] / [[καταμιγνύω]], [[παραμίγνυμι]] / [[παραμιγνύω]], [[παραμίγνυμι]], [[προμίγνυμι]], [[προσαναμίγνυμι]], [[συγκαταμίγνυμι]], [[συμπαραμίγνυμι]] / [[συμπαραμιγνύω]], [[συμπροσμίγνυμι]], [[συνεπιμίγνυμι]], [[υπομίγνυμι]]<br />β) [[μίσγω]]: <b>αρχ.</b> [[αναμίσγω]], [[διαμίσγω]], [[εγκαταμίσγω]], [[εμμίσγω]], [[επιμίσγω]], [[καταμίσγω]], [[μεταμίσγω]], [[παραμίσγω]], [[παρεμμίσγω]], [[προσμίσγω]], [[προσυμμίσγω]], [[συμμίσγω]], [[συναναμίσγω]].
}}
}}
{{elru
{{elru