3,274,216
edits
m (Text replacement - "ἐς " to "ἐς ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=iko | |Transliteration C=iko | ||
|Beta Code=h(/kw | |Beta Code=h(/kw | ||
|Definition= | |Definition=Il.5.478: impf. [[ἧκον]] (v. infr.): fut. [[ἥξω]] (v. infr.); Dor.<br><span class="bld">A</span> ἡξῶ Theoc.4.47, Call.''Fr.''1.65 P. (in Dor. and Hom. more commonly [[ἵκω]]): all other tenses late; aor. 1 part. ἥξας Paus.2.11.5, Gal.6.56, 10.609: pf. ἧκα Philostr.''VA''3.24, Scymn.62, 1pl. ἥκαμεν ''UPZ''72.9 (ii B.C.), ''CIG''4762 (Egypt, i A.D.), Dor. [[ἥκαμες]] [[falsa lectio|f.l.]] in Plu.2.225b, 2pl. ἥκατε ''PGrenf.''2.36.18 (i B.C.), 3pl. ἥκασι [[LXX]] ''4 Ki.''20.14, ''Ev.Marc.''8.3; inf. ἡκέναι ''UPZ''6.30 (ii B.C.): plpf. ἥκεσαν J.''AJ''19.1.14: —Med., pres. subj. ἥκηται Aret.''SD''2.1: fut. [[ἥξομαι]] [[varia lectio|v.l.]] in M.Ant. 2.4:—to [[have come]], [[be present]], prop. in a pf. sense, with impf. [[ἧκον]] as plpf., [[I had come]], and fut. [[ἥξω]] as fut. pf., [[I shall have come]], μάλα [[τηλόθεν]] ἥκω Il.5.478, cf. Od.13.325, Pi.''O.''4.12 ([[ἵκω]] codd. vett.): impf. ἧκον A.''Pr.''661, Th.1.91, al., Pl.''R.''327c, Hdt.8.50, etc.: fut. ἥξω A.''Pr.'' 103, al., E.''Andr.''738, Ar.''Pax''265, Orac. ap. Th.2.54, etc.; [[ἧκε]] imper., S.''Aj.''1116, Ar.''Pax''275, X.''Cyr.''4.5.25; ἡκέτω E.''Rh.''337:—Constr. mostly with εἰς, Hdt.8.50, A.''Ch.''3, etc.; παρά τινα Hdt.7.157, Th.1.137; πρός τινα A.''Ch.''659; πρὸς δαίμονα S.''Fr.''770; especially in worship, ἥκω πρὸς τὴν κυρίαν Ἶσιν ''OGI''186.6 (Egypt, i B.C.), cf. ''Ev.Jo.''6.37; πρὸς πόλιν S.''OC''734; <b class="b3">ἐπί τινα</b> to [[set upon]], [[attack]], Pl.''R.''336b, Aeschin. 2.178; but <b class="b3">ἥκειν ἐπὶ τὸ στράτευμα</b> to [[have come to fetch]] the [[army]], X. ''An.''7.6.2; οἱ ἐπὶ ταῦθ' ἥκοντες D.18.28; ἐπ' ὀλέθρῳ E.''IA''886 (troch.); περὶ σπονδῶν X.''An.''2.3.4: c. acc., ἥξεις ποταμόν A.''Pr.''717, cf. 724, 730; ἥ. δῆμον τὸν Λυρκείου S.''Fr.''271.6, cf. E.''Ba.''1; ἥκουσιν αὐτῷ ἄγγελοι X.''Cyr.''5.3.26; [[ἐς ταὐτὸν ἥκω]] to [[have come to the same point]], to [[agree]], E.''Hec.''748, ''Hipp.''273: with Adv. of motion, <b class="b3">ἥ. ἐνθάδε, δεῦρο</b>, S.''Ph.''377, D.19.58; βῆναι [[κεῖθεν]] [[ὅθενπερ]] ἥκει S.''OC''1227: c. neut. Pron., αὐτὰ ταῦτα ἥκω παρά σε Pl.''Prt.''310e; <b class="b3">ἐρωτώμενοι ὅ τι ἥκοιεν</b> for what they had [[come]], X.''HG''4.5.9: c. acc. cogn., ὁδὸν μακρὰν ἥκειν Id.''Cyr.''5.5.42: c.inf., <b class="b3">μανθάνειν γὰρ ἥκομεν</b> we are [[here]] to [[learn]], S. ''OC''12.<br><span class="bld">2</span> [[to have reached a point]], <b class="b3">ἐς τοσήνδ' ὕβριν</b> ib.1030; εἰς τοῦτο ἀμαθίας E.''Andr.''170; εἰς τοσοῦτον ἀμαθίας Pl.''Ap.''25e; εἰς ὅσον ἡλικίας Id.''Chrm.''157d, etc.; πρὸς γάμων ἀκμάς S.''OT''1492; <b class="b3">ὁρᾷς ἵν' ἥκεις</b>; ib.687, etc.; Geom., [[pass through a point]], διὰ τῶν πόλων Autol.''Sph.''10, cf. Archim.''Con.Sph.''9.<br><span class="bld">b</span> <b class="b3">διὰ μάχης, δι' ὀργῆς ἥκειν</b>, A.''Supp.''475, S.''OC''905; cf. [[διά]] A. IV.<br><span class="bld">c</span> with an Adv. followed by gen., οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.''Euthd.''294e; <b class="b3">εὖ ἥκειν τινός</b> to [[be well off for]] a thing, [[have plenty of]] it, <b class="b3">τοῦ βίου, χρημάτων</b>, Hdt.1.30, 5.62; ἑωυτῶν Id.1.102; θεῶν χρηστῶν Id.8.111; [[πιθανότητος]] Demetr.Magn. ap.D.H.''Din.''1; <b class="b3">οὐκ ὁμοίως ἥ. τινός</b> not to [[be]] [[equally]] [[well off]] in respect of... Hdt.1.149; <b class="b3">πῶς ἀγῶνος ἥκομεν</b>; how [[have]] we sped in the [[contest]]? E.''El.''751; <b class="b3">ὧδε γένους ἥ. τινί</b> to [[be]] this [[degree]] of kin to him, Id.''Heracl.''213; ὡς δυνάμεως ἥκεις Paus.4.21.10; ἐς μῆκος εὖ ἥκων Ael.''NA''4.34: abs., <b class="b3">εὖ ἥκειν</b> to [[be flourishing]], Hdt.1.30: rarely c. gen. only, <b class="b3">σὺ δὲ δυνάμιος ἥκεις μεγάλης</b> thou [[art in]] great power, Id.7.157 ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[μεγάλως]]).<br><span class="bld">3</span> [[to have come back]], [[to have returned]], D.20.73; from [[exile]], And.2.13; <b class="b3">αὐτίκα ἥξω</b> [[I shall be back]] [[in a moment]], X.''An.''2.1.9; <b class="b3">ἧκέ νυν ταχύ</b> [[come back]] soon, Ar.''Pax''275; ἄψορρον ἥξεις A.''Pr.'' 1021; ἄψορρον ἥξομεν πάλιν S.''El.''53.<br><span class="bld">4</span> c. part., <b class="b3">ἥκω φέρων</b> I [[have come]] bringing (i.e. with), Id.''OC''579, cf. 357, Ar.''Pax''265, Eup.22 D., Pl.''Grg.''518d; ἧκεν ἄγων Id.''Phd.''117a; ἕτερόν τι ἥκεις ἕχων Id.''Grg.'' 491c, etc.: c. fut. part., like [[ἔρχομαι]], ἥκω φράσων, ἀγγελῶν, etc., [[I am going]], I [[intend]] to [[say]], E.''Ph.''706, 1075, etc.<br><span class="bld">5</span> [[to have come to be]], θεοῖς ἔχθιστος ἥκω S.''OT''1519 (troch.), cf.''Aj.''636(lyr.), ''El.''1201, etc.; [[take one's origin]], ἀπὸ πολιτειῶν τοιούτων ἥκετε, ἐν αἷς . . Th.4.126.<br><span class="bld">II</span> of things, in various uses: of meats, [[to have come to table]], Alex.132; ὡς τὰ περιφερόμενα ἧκε πρὸς ἡμᾶς X.''Cyr.''2.2.3; of reports, ἐμοὶ ἀγγελίη ἥκει παρὰ βασιλέος Hdt.8.140.ά, cf. S.''OC''1177; of events, πῆμα ἥκει τινί A.''Pr.''103, cf. Ar.''Ra.''606, etc.; ἐπ' ἀνδρὶ ἥκει βίον τελευτή S. ''OC''1472; <b class="b3">ἵν' ἥκειτὰ μαντεύματα</b> what they [[have come to]], Id.''OT''953; <b class="b3">ὡς αὐτὸν ἥξοι μοῖρα</b> ib.713 codd.; <b class="b3">ἥξει πόλεμος</b> Orac. ap. Th.2.54; ἐς αὐτὸν ἥξει τὸ δεινόν Id.6.77; of [[time]], <b class="b3">ἥκει ἦμαρ, νύξ</b>, A.''Ag.''1301, E.''IT''42; ἥκει ὑμῖν ὁ καιρός Lys.12.79; τὸ μέλλον ἥξει A.''Ag.''1240.<br><span class="bld">2</span> [[concern]], [[relate to]], <b class="b3">ποῖ λόγος ἥκει</b>; [[to what do the words relate]]? E.''Tr.''154 (lyr.); εἰς ἔμ' ἥκει . . τὰ πράγματα Ar.''Pl.''919; <b class="b3">εἰς ἐμὲ τὸ ἐλλεῖπον ἥξει</b> [[will fall]] upon me, X.''Cyr.''1.5.13: freq. in part., τὰ εἰς τοὺς κινδύνους ἥκοντα Antipho 5.81; <b class="b3">τὰ εἰς πλοῦτον ἥ</b>. Pl.''Erx.''392d; <b class="b3">τὰ πρὸς ἔπαινον ἥκω, εἰς φιλανθρωπίαν ἥκω</b>, Plb.12.15.9,28.17.2, etc.<br><span class="bld">3</span> [[depend upon]], ὅσα τῆς Φωκέων [[σωτηρία]]ς ἐπὶ τὴν πρεσβείαν ἧκε D.19.30; τό γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον μέρος Ph.2.21; ὅσα γ' εἰς βούλησιν ἥκειν τὴν ἐμήν Hld.4.7.<br><span class="bld">4</span> c. inf., <b class="b3">ἧκέ μοι γένει . . πενθεῖν</b> [[it has come to me by birth]]... [[my birth lays it on me]]... S.''OC''738, cf. ''Ichn.''356; [[καλῶς αὐτοῖς κατθανεῖν ἧκον βίου]] = [[it being well for them at their age to die]], E.''Alc.''291.<br><span class="bld">5</span> c. part., <b class="b3">ὃ καὶ νῦν ἥκει γινόμενον</b> which [[commonly]] happens even now, Plb.24.9.11 codd. ([[varia lectio|v.l.]] [[γενόμενον]]). (Prob. from same root as [[ἵκω]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἥκω]] (AM)<br />(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)<br /><b>1.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, [[είμαι]] [[παρών]] (α. «[[οὔπω]] ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ<br />β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («το γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον [[μέρος]]» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, [[επέρχομαι]], [[προσβάλλω]] («ἧκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] ἥκουσι» — έχουν έλθει για το [[στράτευμα]], <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῦτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο [[σημείο]] αμάθειας έχεις καταντήσει, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[διέρχομαι]] από κάποιο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> έχω επανέλθει, επέστρεψα<br /><b>5.</b> (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] («θεοῖς γ' [[ἔχθιστος]] ἥκω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], αναφέρομαι, έχω [[σχέση]], [[αναφορά]], [[συγγένεια]], [[συνάφεια]] («ποῖ [[λόγος]] ἥκει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῖν» — άρμοζε να [[πενθώ]] λόγω της συγγένειας, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) [[συνήθως]], [[συχνά]], επανειλημμένως («ὅ καὶ νῦν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει [[συνήθως]] και [[τώρα]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>11.</b> (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο [[σημείο]], [[συμφωνώ]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω [[αφθονία]] ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες του έτους, <b>Ηρόδ.</b><br />δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῑσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό [[συγγενής]] μ' αυτούς, (<b>Ευρ.</b>)<br />στ) «οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη [[σοφία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις [[μεγάλης]]» — είσαι πολύ [[δυνατός]], έφθασες σε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το ρ. έχει [[σημασία]] παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του | |mltxt=[[ἥκω]] (AM)<br />(ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.)<br /><b>1.</b> έχω έλθει, έχω φθάσει, [[είμαι]] [[παρών]] (α. «[[οὔπω]] ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ<br />β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.)<br /><b>2.</b> εξαρτώμαι από κάποιον ή από [[κάτι]] («το γε ἐπ' αὐτοὺς ἧκον [[μέρος]]» — όσο εξαρτάται απ' αυτούς, Φιλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με την [[πρόθεση]] ἐπί και αιτ.) α) επιτίθεμαι, [[επέρχομαι]], [[προσβάλλω]] («ἧκεν ἐφ' ἡμᾶς ὡς διαρπασόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) έχω έλθει για («ἐπὶ τὸ [[στράτευμα]] ἥκουσι» — έχουν έλθει για το [[στράτευμα]], <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> έχω περιέλθει, έχω φθάσει, έχω καταντήσει («εἰς τοῦτο δ' ἥκεις ἀμαθίας» — σε τέτοιο [[σημείο]] αμάθειας έχεις καταντήσει, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(γεωμ.)</b> [[διέρχομαι]] από κάποιο [[σημείο]]<br /><b>4.</b> έχω επανέλθει, επέστρεψα<br /><b>5.</b> (με μτχ. μέλλ.) έχω έλθει για να, έχω έλθει να «ταῡθ' ἥκω φράσων» — έχω έλθει για να πω αυτά, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>6.</b> [[είμαι]] («θεοῖς γ' [[ἔχθιστος]] ἥκω», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τροφές, εδέσματα) έχω παρατεθεί<br /><b>8.</b> [[ανήκω]], αναφέρομαι, έχω [[σχέση]], [[αναφορά]], [[συγγένεια]], [[συνάφεια]] («ποῖ [[λόγος]] ἥκει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>9.</b> (με απρμφ.) αρμόζει, ταιριάζει («ἧκέ μοι γένει πενθεῖν» — άρμοζε να [[πενθώ]] λόγω της συγγένειας, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. πρόσ. με μτχ. έχει επιρρ. σημ.) [[συνήθως]], [[συχνά]], επανειλημμένως («ὅ καὶ νῦν ἥκει γενόμενον» — αυτό που συμβαίνει [[συνήθως]] και [[τώρα]], <b>Πολ.</b>)<br /><b>11.</b> (με τη μτχ. φέρων ή έχων) έχω έλθει φέροντας, έχω έλθει έχοντας «ἥκω φέρων»,<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐς ταὐτόν ἥκω» — έχω καταλήξει στο ίδιο [[σημείο]], [[συμφωνώ]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «εὖ ἥκειν τινός» — έχω [[αφθονία]] ενός πράγματος («χρημάτων εὖ ἥκοντες»<br /><b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) «ὡρέων δὲ ἥκουσαν οὐχ ὁμοίως» — η οποία έχει ανόμοιες ώρες του έτους, <b>Ηρόδ.</b><br />δ) «πῶς ἀγῶνος ἥκομεν;» — πώς τα πήγαμε με τον αγώνα; (<b>Ευρ.</b>)<br />ε) «γένους ἥκεις ὧδε τοῑσδε» — είσαι σ' αυτό τον βαθμό [[συγγενής]] μ' αυτούς, (<b>Ευρ.</b>)<br />στ) «οὕτω [[πόρρω]] σοφίας ἥκεις» — έχει προχωρήσει τόσο πολύ στη [[σοφία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />ζ) «δυνάμιός τε ἥκεις [[μεγάλης]]» — είσαι πολύ [[δυνατός]], έφθασες σε [[μεγάλη]] [[δύναμη]] (<b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Το ρ. έχει [[σημασία]] παρακειμένου και ανάγεται, όπως και το ενεστωτικής σημασίας συγγενές του ίκω σε ΙΕ [[ρίζα]] sē(i)k- «[[πιάνω]], [[φθάνω]] με το [[χέρι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ανήκω]], [[διήκω]], [[συνανήκω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντιπαρήκω]], [[αφήκω]], [[εισήκω]], [[ενδιήκω]], [[ἐνήκω|ενήκω]], [[εξήκω]], [[επανήκω]], [[ἐπιδιήκω|επιδιήκω]], [[εφήκω]], [[καθήκω]], [[μεθήκω]], [[παρήκω]], [[περιήκω]], [[προήκω]], [[προσήκω]], [[συμπαρήκω]], [[συνεπανήκω]], [[συνήκω]], [[υπερείκω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |