Anonymous

πολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> <i>πολιορκοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])].
|mltxt=πολιορκῶ, [[πολιορκέω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[αποκλείω]] με [[πολιορκία]] οχυρωμένη [[θέση]] με σκοπό την [[άλωση]] ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επιζητώ]] [[κάτι]] επίμονα και ενοχλητικά<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[περιτριγυρίζω]] κάποιο [[πρόσωπο]] με σκοπό την ερωτική [[κατάκτηση]] του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>παθ.</b> [[πολιορκοῦμαι]], [[πολιορκέομαι]]<br />α) (για [[πλοίο]]) [[υφίσταμαι]] αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)<br />β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από [[πρόχωμα]]<br />γ) [[περιέρχομαι]] ή βρίσκομαι σε στενόχωρη [[κατάσταση]] («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[υφίσταμαι]] [[απόφραξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκῶ</i> μέσω ενός αμάρτυρου ον. <i>πολιορκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλις]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ορκος</i>, από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] -<i>ορκ</i>- της λ. [[ἕρκος]] «[[φραγμός]]», <b>πρβλ.</b> [[ορκάνη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm