δασοφύλακας: Difference between revisions

m
no edit summary
(8)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />[[κατώτερος]] [[υπάλληλος]] της δασικής υπηρεσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] του δάσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάσος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλακας]]. Η λ. <i>δασοφύλαξ</i> μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
|mltxt=ο<br />[[κατώτερος]] [[υπάλληλος]] της δασικής υπηρεσίας, δημόσιας ή ιδιωτικής, επιφορτισμένος με τη [[φύλαξη]] του δάσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δάσος]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλακας]]. Η λ. <i>δασοφύλαξ</i> μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν</i> του Σκαρλάτου Βυζάντιου].
}}
{{trml
|trtx====[[forester]]===
Catalan: guardabosc; Chinese Mandarin: 林務官/林务官; Chukchi: умкынъюльын, умкыгынрыритыльын; Czech: lesník; Danish: skovrider; Esperanto: arbaristo; Finnish: metsänhoitaja; French: [[forestier]], [[forestière]], [[sylviculteur]], [[sylvicultrice]]; German: [[Förster]], [[Försterin]]; Greek: [[δασοφύλακας]], [[δασοφύλαξ]]; Hungarian: erdész, erdőőr, erdőkerülő; Ingrian: metsäherra; Irish: foraoiseoir; Italian: [[guardaboschi]]; Japanese: 林務官; Latin: [[saltuarius]]; Macedonian: шумар; Middle English: forester, wodeward; Norwegian: skogvokter; Old English: wuduweard; Piedmontese: guardabòsch; Polish: leśnik; Portuguese: [[silvicultor]]; Romanian: silvicultor, silvicultoare; Russian: [[лесник]], [[лесничий]]; Spanish: [[silvicultor]], [[silvicultora]]; Swedish: skogsvetare, skogsmästare, jägmästare, skogsbrukare, skogvaktare; Tagalog: dalubgubat; Turkish: ormancı, orman mühendisi; Ukrainian: лісник, лісничий; Welsh: fforestwr
}}
}}