3,277,456
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. Σῠρηκούσιος 3 [[сиракузский]] Her., Dem.<br /><b class="num">II</b> [[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]] ион. Σῠρηκούσιος ὁ [[сиракузец]] Pind. etc. | |elrutext='''Σῡρᾱκούσιος:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[Συρηκούσιος|Σῠρηκούσιος]] 3 [[сиракузский]] Her., Dem.<br /><b class="num">II</b> [[Συρακούσιος|Σῠρᾱκούσιος]] ион. Σῠρηκούσιος ὁ [[сиракузец]] Pind. etc. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>Συράκοσαι</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της Σικελίας<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>Συρακουσία</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακουσία</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακοσσίς</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «Συρακοσία [[τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>). | |mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>Συράκοσαι</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της Σικελίας<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>Συρακουσία</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακουσία</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακοσσίς</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «Συρακοσία [[τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>). | ||
}} | }} |