Anonymous

φάλαρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ον, και [[φαλαρός]], -ά, -όν, και ιων. τ. [[φάληρος]], -ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] ή σε ένα [[σημείο]] του [[λευκός]] («[[κύων]] ὁ [[φάλαρος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Φάλαρος</i><br />α) όνομα κριού<br />β) <b>μυθ.</b> [[γιος]] του Άλκωνος και [[εγγονός]] του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως [[ιδρυτής]] τών [[Σόλων]] στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]] και την [[κενταυρομαχία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Φάληρον]]<br />[[αττικός]] [[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως [[ιδρυτής]] αναφέρεται ο [[ήρωας]] Φάληρος και ο [[οποίος]] ήταν το παλαιότερο [[λιμάνι]] της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] και την [[εποχή]] τών [[Περσικών]] Πολέμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με [[χιόνι]] (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαλᾶ</i> «[[λάμψη]], [[λευκότητα]]» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. [[προς]] το επίθ. [[φαλός]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σκλη</i>-<i>ρός</i>, <i>ψυχ</i>-<i>ρός</i>)].
|mltxt=-α, -ον, και [[φαλαρός]], -ά, -όν, και ιων. τ. [[φάληρος]], -ον, Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] ή σε ένα [[σημείο]] του [[λευκός]] («[[κύων]] ὁ [[φάλαρος]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Φάλαρος</i><br />α) όνομα κριού<br />β) <b>μυθ.</b> [[γιος]] του Άλκωνος και [[εγγονός]] του Ερεχθέως που ίδρυσε το Φάληρο και αναφέρεται και ως [[ιδρυτής]] τών [[Σόλων]] στην Κύπρο και της Παρθενόπης στην Ιταλία και ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στην αργοναυτική [[εκστρατεία]] και την [[κενταυρομαχία]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) τὸ [[Φάληρον]]<br />[[αττικός]] [[δήμος]] της Αιαντίδος φυλής, του οποίου ως [[ιδρυτής]] αναφέρεται ο [[ήρωας]] Φάληρος και ο [[οποίος]] ήταν το παλαιότερο [[λιμάνι]] της Αθήνας, που χρησιμοποιήθηκε [[μέχρι]] και την [[εποχή]] τών [[Περσικών]] Πολέμων<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὄρη χιόνεσσι φάληρα» — βουνά σκεπασμένα με [[χιόνι]] (<b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του επίθ. [[φαλός]] «[[λευκός]]», σχηματισμένος πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου θηλ. ουσ. <i>φαλᾶ</i> «[[λάμψη]], [[λευκότητα]]» (το οποίο υπήρχε αρχικά παρλλ. [[προς]] το επίθ. [[φαλός]]) με κατάλ. -<i>ρος</i> (<b>πρβλ.</b> [[σκληρός]], [[ψυχρός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm