Anonymous

σιωπηλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιλά, που τηρεί [[σιωπή]], [[σιγηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη [[φλυαρία]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιωπηλή [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[μετάλλαξη]] που δεν μεταβάλλει τη [[λειτουργία]] του γονιδίου και δεν έχει [[καμιά]] [[επίδραση]] στον φαινότυπο<br />β) «σιωπηλό [[εμπόριο]]»<br /><b>εθνολ.</b> εξειδικευμένη [[μορφή]] ανταλλαγής αγαθών [[κατά]] την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση [[επαφή]] [[μεταξύ]] τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο [[σημείο]] από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ήσυχος]], [[ατάραχος]] («σιωπηλὴ [[θάλασσα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιωπηλόν</i><br />α) η [[συνήθεια]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[σιωπηλός]]<br />β) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν [[επειδή]], σύμφωνα με την [[παράδοση]], η [[διδασκαλία]] του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την [[εκμάθηση]] της σιωπής (λεξ. [[Σούδα]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηλώς</i> / <i>σιωπηλῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σιωπηλά</i> Ν<br />με [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>απατ</i>-<i>ηλός</i>, <i>νοσ</i>-<i>ηλός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[σιωπηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μιλά, που τηρεί [[σιωπή]], [[σιγηλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μιλά πολύ, που δεν αγαπά τη [[φλυαρία]], [[λιγομίλητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «σιωπηλή [[μετάλλαξη]]»<br /><b>βιολ.</b> [[μετάλλαξη]] που δεν μεταβάλλει τη [[λειτουργία]] του γονιδίου και δεν έχει [[καμιά]] [[επίδραση]] στον φαινότυπο<br />β) «σιωπηλό [[εμπόριο]]»<br /><b>εθνολ.</b> εξειδικευμένη [[μορφή]] ανταλλαγής αγαθών [[κατά]] την οποία οι εμπορευόμενοι δεν έρχονται σε άμεση [[επαφή]] [[μεταξύ]] τους και τα ανταλλασσόμενα προϊόντα αφήνονται σε ορισμένο [[σημείο]] από όπου τα παραλαμβάνουν οι ενδιαφερόμενοι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που δεν εκβάλλει κανέναν ήχο («σιωπηλήν κίθαριν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[θάλασσα]]) [[ήσυχος]], [[ατάραχος]] («σιωπηλὴ [[θάλασσα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σιωπηλόν</i><br />α) η [[συνήθεια]] του να [[είναι]] [[κανείς]] [[σιωπηλός]]<br />β) [[κάλυμμα]], [[σκέπασμα]]<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «σιωπηλότερος ἔσομαι τῶν Πυθαγόρᾳ τελεσθέντων» — λεγόταν [[επειδή]], σύμφωνα με την [[παράδοση]], η [[διδασκαλία]] του Πυθαγόρα αποτελούνταν από διάφορους βαθμούς μυήσεων, με πρώτο και κατώτερο την [[εκμάθηση]] της σιωπής (λεξ. [[Σούδα]]). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σιωπηλώς</i> / <i>σιωπηλῶς</i> ΝΜΑ, και <i>σιωπηλά</i> Ν<br />με [[σιωπή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σιωπή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[απατηλός]], [[νοσηλός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm