Anonymous

στρωμνή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λί</i>-<i>μνη</i>, <i>πλή</i>-<i>μνη</i>)].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και αιολ. τ. στρώμνα και δωρ. τ. στρωμνά Α<br /><b>1.</b> στρωμένη [[κλίνη]]<br /><b>2.</b> [[κλίνη]], [[ανάκλιντρο]]<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που στρώνει [[κανείς]] σε [[κρεβάτι]] ή σε [[δάπεδο]] προκειμένου να κοιμηθεί [[πάνω]] σε αυτό, [[στρώμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παχύ [[στρώμα]] από φυτικές ουσίες, λ.χ. [[άχυρο]], [[πάνω]] στο οποίο κατακλίνονται τα ζώα, [[στρωματιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) (στην [[ποίηση]]) «στρωμνὴ [[ἄφθιτος]]» — το χρυσόμαλλο [[δέρας]] (<b>Πίνδ.</b>)<br />β) «στρωνύτω στρωμνάς» — [[στρώση]] [[ιερής]] κλίνης και, ειδικότερα, [[εορτή]] τών Ρωμαίων [[κατά]] την οποία θυσίαζαν σε διακοσμημένες στρωμνές τών θεών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>στερη</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στρώνω]]) με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο [[φωνήεν]] (<b>πρβλ.</b> παθ. παρακμ. <i>ἔ</i>-<i>στρω</i>-<i>μαι</i>) με [[επίθημα]] -<i>μνη</i> (<b>πρβλ.</b> [[λίμνη]], [[πλήμνη]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm