Anonymous

χαμηλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[χαμηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, -ή, -ό, Ν, και [[χαμαλός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αναπτύσσεται [[χάμω]], [[κοντά]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρό ύψος, [[βραχύς]], [[κοντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κάτω]] της κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή [[θερμοκρασία]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τιμή]]) [[προσιτός]] («στις εκπτώσεις οι τιμές [[είναι]] χαμηλές»)<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]]) [[σιγανός]], [[ψιθυριστός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ποταπός]], [[τιποτένιος]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η χαμηλή</i><br /><b>μουσ.</b> [[σημείο]] της βυζαντινής μουσικής που δηλώνει [[κατέβασμα]] της φωνής<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στα [[χαμηλά]]» — στην [[πεδιάδα]]<br />β) «χαμηλό βαρομετρικό» ή, [[απλώς]], «το χαμηλό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[κέντρο]] μικρότερων σχετικά ατμοσφαιρικών πιέσεων, [[γύρω]] από το οποίο οι άνεμοι πνέουν [[κατά]] τη [[φορά]] τών δεικτών του ρολογιού στο Νότιο και [[κατά]] την αντίθετη με αυτήν [[φορά]] στο Βόρειο Ημισφαίριο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πνέω]] [[χαμηλά]]» — [[είμαι]] [[τιποτένιος]] λόγω της φτώχειας που μέ δέρνει (<b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαμηλά]] / [[χαμηλῶς]] ΝΜ<br />[[σιγανά]], [[σιγά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε μικρό ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[χαμαί]] «[[κάτω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀπατ</i>-<i>ηλός</i>, <i>ὑψ</i>-<i>ηλός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[χαμηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χαμ(π)λός, -ή, -ό, Ν, και [[χαμαλός]], -ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αναπτύσσεται [[χάμω]], [[κοντά]] στο [[έδαφος]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει μικρό ύψος, [[βραχύς]], [[κοντός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κάτω]] της κανονικής και συνήθους στάθμης («χαμηλή [[θερμοκρασία]]»)<br /><b>2.</b> (για [[τιμή]]) [[προσιτός]] («στις εκπτώσεις οι τιμές [[είναι]] χαμηλές»)<br /><b>3.</b> (για [[φωνή]]) [[σιγανός]], [[ψιθυριστός]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ποταπός]], [[τιποτένιος]]<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η χαμηλή</i><br /><b>μουσ.</b> [[σημείο]] της βυζαντινής μουσικής που δηλώνει [[κατέβασμα]] της φωνής<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «στα [[χαμηλά]]» — στην [[πεδιάδα]]<br />β) «χαμηλό βαρομετρικό» ή, [[απλώς]], «το χαμηλό»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[κέντρο]] μικρότερων σχετικά ατμοσφαιρικών πιέσεων, [[γύρω]] από το οποίο οι άνεμοι πνέουν [[κατά]] τη [[φορά]] τών δεικτών του ρολογιού στο Νότιο και [[κατά]] την αντίθετη με αυτήν [[φορά]] στο Βόρειο Ημισφαίριο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) [[ανάξιος]] λόγου, [[μηδαμινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[πνέω]] [[χαμηλά]]» — [[είμαι]] [[τιποτένιος]] λόγω της φτώχειας που μέ δέρνει (<b>Πίνδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χαμηλά]] / [[χαμηλῶς]] ΝΜ<br />[[σιγανά]], [[σιγά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε μικρό ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίρρ. [[χαμαί]] «[[κάτω]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[ἀπατηλός]], [[ὑψηλός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm