Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑψηλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]"
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> , )]")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑψηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ψηλός]] και [[αψηλός]] Ν, θηλ. και -ός Α<br /><b>1.</b> (συν. σε [[σύγκριση]] με τον [[μέσο]] όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό [[ανάστημα]]» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την [[θάλασσα]] ύψος, [[ορεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλος]], [[μεγαλειώδης]], [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], ηθικά και πνευματικά [[ανώτερος]] (α. «[[υψηλά]] φρονήματα» β. «[[τέχνη]] θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) εξέχων (α. «[[είναι]] υψηλό [[πρόσωπο]]» β. «[[ὅταν]] δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς [[ὑψηλός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αξίωμα]] ή κοινωνική [[θέση]]) [[ανώτερος]]<br /><b>2.</b> ο προερχόμενος από [[βασιλική]] [[γενιά]], [[βασιλικός]], [[πριγκιπικός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή [[φωνή]]) [[οξύς]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψηλό</i><br />(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. του τ. [[ψηλός]] στον πληθ. ως ουσ.) τα [[ψηλά]]<br /><b>ναυτ.</b> α) τα [[έξαλα]] του πλοίου<br />β) τα ανώτερα ή τα [[ελαφρά]] από τα τριγωνικά [[ιστία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' υψηλού» — με [[υπεροψία]], ακατάδεκτα<br />β) «καθ' υψηλήν επιταγήν»<br />([[λόγια]] έκφρ.) [[κατά]] [[διαταγή]] ανώτατης αρχής<br />γ) «Υψηλή Πύλη»<br />(την [[εποχή]] τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα του σουλτάνου<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η τουρκική [[κυβέρνηση]]<br />δ) «υψηλή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τάση]], [[δηλαδή]] [[διαφορά]] δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες<br />ε) «υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 3 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 3 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 30 εκατομμύρια [[χερτς]]<br />στ) «πολύ υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] [[πάνω]] από 30 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια [[χερτς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την [[μεγαλοπρέπεια]] του λόγου του, την [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]] τών εννοιών του<br /><b>2.</b> (με προθέσεις, όπως [[πρός]], <i>ἀπό</i>, <i>ἐν</i> <b>κ.λπ.</b>) σε αρκετό ύψος, [[ψηλά]] (α. «ἐν ὑψηλῷ [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υψηλώς]]/ <i>ὑψηλῶς</i> ΝΜΑ, και [[υψηλά]] και [[ψηλά]] και <i>αψηλά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε μεγάλο ύψος<br /><b>2.</b> [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «με το [[μέτωπο]] [[ψηλά]]» — με [[θάρρος]] ή με [[περηφάνια]]<br />β) «οι [[υψηλά]] ιστάμενοι» — ανώτατοι αξιωματούχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σφριγ</i>-<i>ηλός</i>, <i>χαμ</i>-<i>ηλός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑψηλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[ψηλός]] και [[αψηλός]] Ν, θηλ. και -ός Α<br /><b>1.</b> (συν. σε [[σύγκριση]] με τον [[μέσο]] όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό [[ανάστημα]]» β. «τὴν δ' ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ' ὑψηλῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό από την [[θάλασσα]] ύψος, [[ορεινός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) [[μεγάλος]], [[μεγαλειώδης]], [[εξαίρετος]], [[υπέροχος]], ηθικά και πνευματικά [[ανώτερος]] (α. «[[υψηλά]] φρονήματα» β. «[[τέχνη]] θεσπέσια τις καὶ ὑψηλή», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) (<b>για πρόσ.</b>) εξέχων (α. «[[είναι]] υψηλό [[πρόσωπο]]» β. «[[ὅταν]] δ' ἀνὴρ πράξῃ κακῶς [[ὑψηλός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[αξίωμα]] ή κοινωνική [[θέση]]) [[ανώτερος]]<br /><b>2.</b> ο προερχόμενος από [[βασιλική]] [[γενιά]], [[βασιλικός]], [[πριγκιπικός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο ή [[φωνή]]) [[οξύς]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υψηλό</i><br />(για νοήματα, θεωρίες ή πράξεις) η [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]]<br /><b>5.</b> (το ουδ. του τ. [[ψηλός]] στον πληθ. ως ουσ.) τα [[ψηλά]]<br /><b>ναυτ.</b> α) τα [[έξαλα]] του πλοίου<br />β) τα ανώτερα ή τα [[ελαφρά]] από τα τριγωνικά [[ιστία]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «αφ' υψηλού» — με [[υπεροψία]], ακατάδεκτα<br />β) «καθ' υψηλήν επιταγήν»<br />([[λόγια]] έκφρ.) [[κατά]] [[διαταγή]] ανώτατης αρχής<br />γ) «Υψηλή Πύλη»<br />(την [[εποχή]] τών σουλτάνων) i) τα ανάκτορα του σουλτάνου<br />ii) <b>συνεκδ.</b> η τουρκική [[κυβέρνηση]]<br />δ) «υψηλή [[τάση]]»<br /><b>(ηλεκτρολ.)</b> [[τάση]], [[δηλαδή]] [[διαφορά]] δυναμικού, η οποία ανέρχεται σε αρκετά κιλοβόλτ, από μερικές δεκάδες έως μερικές εκατοντάδες<br />ε) «υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 3 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 3 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] 30 εκατομμύρια [[χερτς]]<br />στ) «πολύ υψηλή [[συχνότητα]]»<br /><b>(ραδιοηλ.)</b> [[συχνότητα]] που έχει [[πάνω]] από 30 μεγαχέρτς, [[δηλαδή]] [[πάνω]] από 30 εκατομμύρια [[χερτς]], και φθάνει ώς τα 300 μεγαχέρτς ή 300 εκατομμύρια [[χερτς]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για συγγραφέα) αυτός που χαρακτηρίζεται από την [[μεγαλοπρέπεια]] του λόγου του, την [[ηθική]] και πνευματική [[ανωτερότητα]] τών εννοιών του<br /><b>2.</b> (με προθέσεις, όπως [[πρός]], <i>ἀπό</i>, <i>ἐν</i> <b>κ.λπ.</b>) σε αρκετό ύψος, [[ψηλά]] (α. «ἐν ὑψηλῷ [[εἶναι]]», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ἰλιγγιῶν τε ἀφ' ὑψηλοῦ κρεμασθείς», <b>Πλάτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υψηλώς]]/ <i>ὑψηλῶς</i> ΝΜΑ, και [[υψηλά]] και [[ψηλά]] και <i>αψηλά</i> Ν<br /><b>1.</b> σε μεγάλο ύψος<br /><b>2.</b> [[προς]] τα [[πάνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «με το [[μέτωπο]] [[ψηλά]]» — με [[θάρρος]] ή με [[περηφάνια]]<br />β) «οι [[υψηλά]] ιστάμενοι» — ανώτατοι αξιωματούχοι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηλός</i> (<b>πρβλ.</b> [[σφριγηλός]], [[χαμηλός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm