Anonymous

στύρακας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[στύραξ]], -ακος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στύραξ]] Ν και θηλ. [[στύραξ]], ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην [[οικογένεια]] στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]] το οποίο χρησιμεύει ως [[θυμίαμα]] μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους (<b>πρβλ.</b> <i>δόν</i>-<i>αξ</i>, <i>ὄμφ</i>-<i>αξ</i>, <i>σμῖλ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, [[αφού]] η [[ρητίνη]] του δένδρου [[αυτού]] έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η [[σύνδεση]], όμως, με το εβρ. <i>sor</i><i>ī</i> «[[ρητίνη]] ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=ο / [[στύραξ]], -ακος, ΝΑ, και [[λόγιος]] τ. [[στύραξ]] Ν και θηλ. [[στύραξ]], ἡ, Α<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων δικότυλων που ανήκει στην [[οικογένεια]] στυρακίδες και από τα οποία εξάγεται το ομώνυμο ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(ως αρσ.) ευώδες ρητινώδες [[κόμμι]] το οποίο χρησιμεύει ως [[θυμίαμα]] μόνο του ή και αναμεμιγμένο με άλλα υλικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. ονομ. φυτού, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους σχετικούς όρους ([[πρβλ]]. [[δόναξ]], [[ὄμφαξ]], [[σμῖλαξ]]). Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής προέλευσης, [[αφού]] η [[ρητίνη]] του δένδρου [[αυτού]] έγινε γνωστή στους Έλληνες από τους Φοίνικες, η [[σύνδεση]], όμως, με το εβρ. <i>sor</i><i>ī</i> «[[ρητίνη]] ορισμένων δέντρων» δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}