3,273,757
edits
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 41: | Line 41: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πατέρας]], ΝΜ<br /><b>1.</b> ο γεννήτορας, ο [[γονιός]], ο [[γονέας]] (α. «του [[πατέρα]] σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις [[παρά]] τον τάφο», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐπῆγεν ὁ [[πατέρας]] της εἰς κάποιον [[ταξίδι]]», Διγ. Ακρ.<br />γ. «τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Πάτερ ημών» — η [[Κυριακή]] [[προσευχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ιερέων («[[πάτερ]] Νικόλαε, [[προσκυνώ]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά για μοναχούς χρησιμοποιείται ως [[παράθεση]] [[πριν]] από το όνομά τους σε ονομ. ή κλητ. (α. «ο [[πατήρ]] Ιάκωβος» β. «[[είναι]] του [[πάτερ]] Ανανία»)<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] πάτρωνα, αφεντικού («[[πατέρα]], πώς να μην τραγουδήσω;», Κρυστάλλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[πατέρας]]» — απέκτησε το πρώτο του [[παιδί]]<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] του [[πατέρα]] του» — έχει τα [[ίδια]] προτερήματα ή ελαττώματα με τον [[πατέρα]] του<br />γ) «άκουγε τον [[πατέρα]] σου κι ορμήνευε τον γιο σου» — ο [[γιος]] [[πρέπει]] να υπακούει τον [[πατέρα]] του και ο [[πατέρας]] να συμβουλεύει τον γιο του<br />δ) «[[προς]] πατρός» — από την [[πλευρά]] του [[πατέρα]] («ο [[προς]] πατρός [[θείος]]»)<br />ε) «από [[πατέρα]]» — συγγενείς από [[πατέρα]]<br />στ) «Πατέρες της Εκκλησίας» — οι εκκλησιαστικοί άνδρες τών πρώτων μ.Χ. αιώνων που διακρίθηκαν με τον λόγο και τα συγγράμματα, με την επιστημονική και εκκλησιαστική [[δραστηριότητα]] και με την αγιότητά τους<br />ζ) «[[φιλοσοφία]] τών Πατέρων» — [[κλάδος]] της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις κοσμοθεωρίες που αναπτύχθηκαν από τους Πατέρες της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας<br />η) «Άγιοι Πατέρες» — οι συνοδικοί, οι επίσκοποι που αποτελούν την Ιερά Σύνοδο<br />θ) «ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι» — [[φράση]] που λέγεται από τον αναγνώστη στα μοναστήρια [[πριν]] από την [[ανάγνωση]] του συναξαρίου<br />ι) «πατέρες του έθνους» ή, ειρωνικά, «εθνοπατέρες» — οι αιρετοί εκπρόσωποι του έθνους, οι βουλευτές<br />ια) «[[πατέρας]] του έθνους» ή «[[πατέρας]] της φυλής» — εμπνευσμένος, [[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]] με μεγάλες υπηρεσίες στο [[έθνος]]<br />ιβ) «[[Κυριακή]] τών Αγίων Πατέρων» — η [[έκτη]] [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]] και η [[τρίτη]] [[Κυριακή]] του Οκτωβρίου, [[κατά]] τις οποίες η Εκκλησία τιμά τη [[μνήμη]] τών μεγάλων Πατέρων που συγκρότησαν τις οικουμενικές [[συνόδους]]<br />ιγ) «[[πάτερ]] φαμίλιας» — [[τίτλος]] που αποδίδεται στον αρχηγό της οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο Θεός, [[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]] («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς «ουρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο Θεός, όπως αποκαλείται από τον Χριστό («Πάτερ, εἰς χεῖράς σου [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμα μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο Θεός, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα...»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πατέρες</i><br />[[προσηγορία]] τών αγίων, [[καθώς]] και τών κληρικών<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οι πρόγονοι, οι προπάτορες («ἐκ πατέρων» — από την [[εποχή]] τών προγόνων, ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]], ο [[εφευρέτης]] ενός πράγματος, ο [[εισηγητής]], ο [[πρωτεργάτης]] (α. «ο [[πατέρας]] της Ιστορίας» — ο Ηρόδοτος<br />β. «ὁ πατὴρ τῶν φώτων» — ο Θεός<br />γ. «[[χρόνος]] ὁ πάντων [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ πατέρες</i><br />οι δύο γονείς<br /><b>2.</b> ο γεννήτορας θεών και ανθρώπων, ο [[υπέρτατος]] [[αρχηγός]] και [[προστάτης]], ο [[Ζεύς]] («ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την Παλ. Διαθήκη) ο γεννήτορας και [[προστάτης]] του γένους του Ισραήλ («[[οὗτος]] [[πατήρ]]... ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> ([[κατά]] την εβραϊκή [[παράδοση]]) ο Αβραάμ, ο προπάτορας και [[γενάρχης]] του εβραϊκού λαού («Ἀβραὰμ τὸν [[πατέρα]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[προσφώνηση]] σε πρεσβύτη ή αξιοσέβαστο [[πρόσωπο]] ή [[ξένο]] («ξεῖνε [[πάτερ]], δείξω τοι δρόμον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι εποικιστές μιας πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μητρόπολή της, οι πρόγονοι μιας αποικίας («οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς [[πατέρας]] στρατευόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τίτλος]] ενός βαθμού της ιεραρχίας στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>8.</b> το χρηματικό [[κεφάλαιο]], [[επειδή]] γεννάει τον τόκο («τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρὸς [[πατήρ]]» — ο [[παππούς]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ πρὸς πατρός» — από την πατρική [[πλευρά]], [[πατρόθεν]]<br />γ) «συγγεγραμμένοι πατέρες» — οι πληβείοι της Ρώμης που στις αρχές τών δημοκρατικών χρόνων έγιναν δεκτοί στη ρωμαϊκή σύγκλητο, [[αλλιώς]] εκλεγέντες πατέρες ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[εκδοχή]], γενικά οι συγκλητικοί<br />δ) «[[πατήρ]] πατρίδος» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απένεμαν οι Ρωμαίοι σε διακρινόμενους αρχηγούς του κράτους<br />ε) «[[πατήρ]] βουλής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών Ρωμαίων, [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] της βουλής, της συγκλήτου<br />στ) «[[πατήρ]] συναγωγής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] στους Εβραίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατήρ]], αντίστοιχη του [[μήτηρ]], ανάγεται στον ΙΕ τ. pәtēr «[[πατέρας]], [[αρχηγός]] της οικογένειας» και απαντά στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pit</i><i>ā</i><i>r</i>-, αβεστ. <i>pitar</i>-, λατ. <i>pater</i>, αρχ. ιρλ. <i>athir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fater</i>, γερμ. <i>Vater</i>, αγγλ. <i>father</i>) [[καθώς]] και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>pate</i>. Η λ. [[πατήρ]] έχει ιδιαίτερη κοινωνική [[αξία]] και δηλώνει τον [[πατέρα]] ως αρχηγό της οικογένειας και εκπρόσωπο τών παλαιότερων γενεών (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του τ. <i>πατέρες</i> με σημ. «πρόγονοι»). Παράλληλα, η λ. έχει και θρησκευτικό [[περιεχόμενο]] (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της ως προσωνυμίας του [[Διός]] στις φρ. [[πάτερ]] Ζεῦ</i>, [[πατήρ]] ἀνδρῶν τε θεῶν τε</i>). Και οι δύο αυτές χρήσεις της λ. υπάρχουν ήδη και στην ΙΕ. Η λ. [[πατήρ]] απαντά ως <i>α</i>' συνθετικό σε αρχαϊκά ανθρωπωνύμια με τη [[μορφή]] <i>Πατρο</i>- ( | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[πατέρας]], ΝΜ<br /><b>1.</b> ο γεννήτορας, ο [[γονιός]], ο [[γονέας]] (α. «του [[πατέρα]] σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις [[παρά]] τον τάφο», <b>Σολωμ.</b><br />β. «ἐπῆγεν ὁ [[πατέρας]] της εἰς κάποιον [[ταξίδι]]», Διγ. Ακρ.<br />γ. «τοῦδε κεκλῆσθαι πατρός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Πάτερ ημών» — η [[Κυριακή]] [[προσευχή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ιερέων («[[πάτερ]] Νικόλαε, [[προσκυνώ]]»)<br /><b>2.</b> ειδικά για μοναχούς χρησιμοποιείται ως [[παράθεση]] [[πριν]] από το όνομά τους σε ονομ. ή κλητ. (α. «ο [[πατήρ]] Ιάκωβος» β. «[[είναι]] του [[πάτερ]] Ανανία»)<br /><b>3.</b> [[προσφώνηση]] πάτρωνα, αφεντικού («[[πατέρα]], πώς να μην τραγουδήσω;», Κρυστάλλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «έγινε [[πατέρας]]» — απέκτησε το πρώτο του [[παιδί]]<br />β) «[[είναι]] [[παιδί]] του [[πατέρα]] του» — έχει τα [[ίδια]] προτερήματα ή ελαττώματα με τον [[πατέρα]] του<br />γ) «άκουγε τον [[πατέρα]] σου κι ορμήνευε τον γιο σου» — ο [[γιος]] [[πρέπει]] να υπακούει τον [[πατέρα]] του και ο [[πατέρας]] να συμβουλεύει τον γιο του<br />δ) «[[προς]] πατρός» — από την [[πλευρά]] του [[πατέρα]] («ο [[προς]] πατρός [[θείος]]»)<br />ε) «από [[πατέρα]]» — συγγενείς από [[πατέρα]]<br />στ) «Πατέρες της Εκκλησίας» — οι εκκλησιαστικοί άνδρες τών πρώτων μ.Χ. αιώνων που διακρίθηκαν με τον λόγο και τα συγγράμματα, με την επιστημονική και εκκλησιαστική [[δραστηριότητα]] και με την αγιότητά τους<br />ζ) «[[φιλοσοφία]] τών Πατέρων» — [[κλάδος]] της φιλοσοφίας που ασχολείται με τις κοσμοθεωρίες που αναπτύχθηκαν από τους Πατέρες της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας<br />η) «Άγιοι Πατέρες» — οι συνοδικοί, οι επίσκοποι που αποτελούν την Ιερά Σύνοδο<br />θ) «ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι» — [[φράση]] που λέγεται από τον αναγνώστη στα μοναστήρια [[πριν]] από την [[ανάγνωση]] του συναξαρίου<br />ι) «πατέρες του έθνους» ή, ειρωνικά, «εθνοπατέρες» — οι αιρετοί εκπρόσωποι του έθνους, οι βουλευτές<br />ια) «[[πατέρας]] του έθνους» ή «[[πατέρας]] της φυλής» — εμπνευσμένος, [[λαοπρόβλητος]] [[ηγέτης]] με μεγάλες υπηρεσίες στο [[έθνος]]<br />ιβ) «[[Κυριακή]] τών Αγίων Πατέρων» — η [[έκτη]] [[Κυριακή]] [[μετά]] το [[Πάσχα]] και η [[τρίτη]] [[Κυριακή]] του Οκτωβρίου, [[κατά]] τις οποίες η Εκκλησία τιμά τη [[μνήμη]] τών μεγάλων Πατέρων που συγκρότησαν τις οικουμενικές [[συνόδους]]<br />ιγ) «[[πάτερ]] φαμίλιας» — [[τίτλος]] που αποδίδεται στον αρχηγό της οικογένειας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο Θεός, [[κατά]] τη χριστιανική [[αντίληψη]] («Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς «ουρανοῖς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο Θεός, όπως αποκαλείται από τον Χριστό («Πάτερ, εἰς χεῖράς σου [[παραδίδω]] τὸ πνεῦμα μου», ΚΔ)<br /><b>3.</b> ο Θεός, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα («[[πιστεύω]] εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα...»)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι πατέρες</i><br />[[προσηγορία]] τών αγίων, [[καθώς]] και τών κληρικών<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> οι πρόγονοι, οι προπάτορες («ἐκ πατέρων» — από την [[εποχή]] τών προγόνων, ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο [[δημιουργός]], ο [[εφευρέτης]] ενός πράγματος, ο [[εισηγητής]], ο [[πρωτεργάτης]] (α. «ο [[πατέρας]] της Ιστορίας» — ο Ηρόδοτος<br />β. «ὁ πατὴρ τῶν φώτων» — ο Θεός<br />γ. «[[χρόνος]] ὁ πάντων [[πατήρ]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ πατέρες</i><br />οι δύο γονείς<br /><b>2.</b> ο γεννήτορας θεών και ανθρώπων, ο [[υπέρτατος]] [[αρχηγός]] και [[προστάτης]], ο [[Ζεύς]] («ὁ τῶν ἁπάντων [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[πατήρ]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[κατά]] την Παλ. Διαθήκη) ο γεννήτορας και [[προστάτης]] του γένους του Ισραήλ («[[οὗτος]] [[πατήρ]]... ἐποίησέ σε καὶ ἔπλασέ σε», ΠΔ)<br /><b>4.</b> ([[κατά]] την εβραϊκή [[παράδοση]]) ο Αβραάμ, ο προπάτορας και [[γενάρχης]] του εβραϊκού λαού («Ἀβραὰμ τὸν [[πατέρα]] ἡμῶν», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[προσφώνηση]] σε πρεσβύτη ή αξιοσέβαστο [[πρόσωπο]] ή [[ξένο]] («ξεῖνε [[πάτερ]], δείξω τοι δρόμον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> οι εποικιστές μιας πόλεως, οι οποίοι αποτελούσαν τη μητρόπολή της, οι πρόγονοι μιας αποικίας («οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς [[πατέρας]] στρατευόμενοι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>7.</b> [[τίτλος]] ενός βαθμού της ιεραρχίας στα μυστήρια του Μίθρα<br /><b>8.</b> το χρηματικό [[κεφάλαιο]], [[επειδή]] γεννάει τον τόκο («τοῦ πατρὸς ἐκγόνους τόκους», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «πατρὸς [[πατήρ]]» — ο [[παππούς]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ πρὸς πατρός» — από την πατρική [[πλευρά]], [[πατρόθεν]]<br />γ) «συγγεγραμμένοι πατέρες» — οι πληβείοι της Ρώμης που στις αρχές τών δημοκρατικών χρόνων έγιναν δεκτοί στη ρωμαϊκή σύγκλητο, [[αλλιώς]] εκλεγέντες πατέρες ή, [[κατά]] [[άλλη]] [[εκδοχή]], γενικά οι συγκλητικοί<br />δ) «[[πατήρ]] πατρίδος» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] που απένεμαν οι Ρωμαίοι σε διακρινόμενους αρχηγούς του κράτους<br />ε) «[[πατήρ]] βουλής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] τών Ρωμαίων, [[αρχηγός]], [[καθοδηγητής]] της βουλής, της συγκλήτου<br />στ) «[[πατήρ]] συναγωγής» — [[τιμητικός]] [[τίτλος]] στους Εβραίους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πατήρ]], αντίστοιχη του [[μήτηρ]], ανάγεται στον ΙΕ τ. pәtēr «[[πατέρας]], [[αρχηγός]] της οικογένειας» και απαντά στις περισσότερες ΙΕ γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>pit</i><i>ā</i><i>r</i>-, αβεστ. <i>pitar</i>-, λατ. <i>pater</i>, αρχ. ιρλ. <i>athir</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>fater</i>, γερμ. <i>Vater</i>, αγγλ. <i>father</i>) [[καθώς]] και στη Μυκηναϊκή στον τ. <i>pate</i>. Η λ. [[πατήρ]] έχει ιδιαίτερη κοινωνική [[αξία]] και δηλώνει τον [[πατέρα]] ως αρχηγό της οικογένειας και εκπρόσωπο τών παλαιότερων γενεών (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] του τ. <i>πατέρες</i> με σημ. «πρόγονοι»). Παράλληλα, η λ. έχει και θρησκευτικό [[περιεχόμενο]] (<b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της ως προσωνυμίας του [[Διός]] στις φρ. [[πάτερ]] Ζεῦ</i>, [[πατήρ]] ἀνδρῶν τε θεῶν τε</i>). Και οι δύο αυτές χρήσεις της λ. υπάρχουν ήδη και στην ΙΕ. Η λ. [[πατήρ]] απαντά ως <i>α</i>' συνθετικό σε αρχαϊκά ανθρωπωνύμια με τη [[μορφή]] <i>Πατρο</i>- ([[πρβλ]]. [[Πατροκλῆς]], [[Πάτροκλος]], [[Πάτριππος]]), [[καθώς]] και ως β' συνθετικό με τις μορφές -[[πάτρα]] (<b>πρβλ.</b> <i>Φιλο</i>-[[πάτρα]] = μυκηναϊκό <i>piropatara</i>, <i>Κλεο</i>-[[πάτρα]], <i>Θεο</i>-[[πάτρα]], <i>Νικο</i>-[[πάτρα]]) και αργότερα -<i>πατρoς</i> ([[πρβλ]]. [[Ἀντίπατρος]], [[Κλεινόπατρος]], [[Κλεόπατρος]]). Από τη λ. [[πατήρ]] προέρχονται, [[επίσης]], και τα ανθρωπωνύμια <i>Πατρέας</i>, <i>Πατρίσκος</i>, <i>Πάτρων</i>, <i>Πατρώ</i>. Ο νεοελλ. τ. [[πατέρας]] έχει σχηματιστεί από την [[αιτιατική]] [[πατέρα]] του [[πατήρ]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>. Τέλος, η λ. απαντά και σε προσηγορικά ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>πατρο</i>- και ως β' συνθετικό με τη [[μορφή]] -[[πάτωρ]] και σπανιότερα -<i>πάτηρ</i> σε υστερογενείς σχηματισμούς.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[πατριά]], [[πατρικός]], [[πάτριος]], [[πατριός]], [[πατρότητα]](-<i>της</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[πάτρα]], [[πατριάζω]], [[πατριαστί]], [[πατρίδιον]], [[πατριστί]], [[πατρόθεν]], [[πατροφιστί]], [[πατρώζω]], [[πάτρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' Συνθετικό) [[πατραγαθία]], [[πατροκτασία]], [[πατροκτόνος]], [[πατροπαράδοτος]], [[πατρώνυμος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πατραδέλφεια]], [[πατραδέλφη]], [[πατραλοίας]], [[πάτραρχος]], [[πατρελασία]], [[πατρογένειος]], [[πατρογενής]], [[πατρογενίδης]], [[πατρογέννητος]], [[πατρογέρων]], [[πατροδότωρ]], [[πατροδώρητος]], <i>πατροκασίγνητη</i>, [[πατροκασίγνητος]], [[πατροκελεύστως]], [[πατροκόμος]], [[πατρολάθησις]], [[πατρολέτωρ]], <i>πατρολόος</i>, [[πατρολύμας]], [[πατρομάχος]], [[πατρομήτωρ]], [[πατρομύστης]], [[πατρονόμος]], [[πατροπάτωρ]], [[πατροποίητος]], [[πατροποιούμαι]], [[πατρόπολις]], [[πατρορραίστης]], [[πατροστερής]], [[πατροτυπία]], [[πατροτύπτης]], [[πατροφάγος]], [[πατροφαής]], [[πατροφεγγής]], [[πατροφονεύς]], [[πατροφόνος]], [[πατροφόντης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πατράδελφος]], [[πατροδίδακτος]], [[πατροκίνητος]], [[πατροποθήτως]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πατρακούομαι]], [[πατρεπωνυμία]], [[πατρογεώργητος]], [[πατρόδοτος]], [[πατροείκελος]], [[πατρόθειος]], <i>πατρόθεος</i>, [[πατροθετούμαι]], [[πατρομαχία]], [[πατρομητρόθεν]], [[πατρομητρόμοιος]], [[πατρομιμήτως]], [[πατρομιξία]], [[πατρόμοιος]], [[πατρόπαππος]], [[πατροπαράδοσις]], [[πατροπρεπής]], [[πατροσθενής]], [[πατροτροφώ]], [[πατρόφιλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πατρογονικός]], [[πατροκλινής]], [[πατρολογία]], [[πατρομανώ]], [[πατροτοπικός]]. (Β' Συνθετικό σε -[[πάτωρ]]) [[απάτωρ]], [[προπάτωρ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αμφιπάτωρ</i>, [[αυτοπάτωρ]], <i>βροντοκεραυνοπάτωρ</i>, [[επιπάτωρ]], [[ευπάτωρ]], [[θεοπάτωρ]], [[κλωποπάτωρ]], [[κοινοπάτωρ]], [[λιποπάτωρ]], [[μαμμοπάτωρ]], [[μεγιστοπάτωρ]], [[μισοπάτωρ]], [[μονοπάτωρ]], [[ομοπάτωρ]], [[ορφανοπάτωρ]], [[ουσιοπάτωρ]], [[πατροπάτωρ]], [[ταυροπάτωρ]], [[τριπάτωρ]], [[τριτοπάτωρ]], [[φιλοπάτωρ]], [[χρυσοπάτωρ]], [[ψευδοπάτωρ]]. (Β' συνθετικό σε -<i>πατηρ</i>) [[αινοπάτηρ]], [[οβριμοπάτηρ]], [[ομοπάτηρ]], [[φιλοπάτηρ]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |