Anonymous

τραυλός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{...)
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τραυλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τρευλός]], -ή, -ό, Ν<br />αυτός που πάσχει από τραυλισμό, [[ψευδός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) αυτό που τερετίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]]) και [[επίθημα]] -<i>λός</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες (<b>πρβλ.</b> <i>σιφ</i>-<i>λός</i>, <i>τυφ</i>-<i>λός</i>, <i>χω</i>-<i>λός</i>). Η λ. θα μπορούσε, [[κατά]] μία [[άποψη]], να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. [[τραῦμα]]. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. <i>τραυ</i>-<i>λός</i> έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-) από έναν αμάρτυρο τ. <i>τρασύς</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέρσομαι]] «ξηραίνομαι»].
|mltxt=-ή, -ό / [[τραυλός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, και [[τρευλός]], -ή, -ό, Ν<br />αυτός που πάσχει από τραυλισμό, [[ψευδός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[βραδύγλωσσος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[χελιδόνι]]) αυτό που τερετίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει φωνηεντισμό -<i>α</i>- (χαρακτηριστικό για λ. του καθημερινού λεξιλογίου, <b>πρβλ.</b> [[σκαμβός]]) και [[επίθημα]] -<i>λός</i> που απαντά και σε άλλα επίθ. τα οποία δηλώνουν σωματικές αναπηρίες ([[πρβλ]]. [[σιφλός]], [[τυφλός]], [[χωλός]]). Η λ. θα μπορούσε, [[κατά]] μία [[άποψη]], να ερμηνευθεί ως [[προϊόν]] ονοματοποιίας από τους ήχους που παράγουν οι τραυλοί στην προσπάθειά τους να μιλήσουν, ενώ έχει προταθεί και η σύνδεσή της με τη λ. [[τραῦμα]]. Κατ' [[άλλη]], [[τέλος]], [[άποψη]], όχι τόσο πιθανή, η λ. <i>τραυ</i>-<i>λός</i> έχει προέλθει (με δυσερμήνευτη [[αποβολή]] του -<i>σ</i>-) από έναν αμάρτυρο τ. <i>τρασύς</i>, ο [[οποίος]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] του ρ. [[τέρσομαι]] «ξηραίνομαι»].
}}
}}
{{lsm
{{lsm