Anonymous

σώζω: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σῶς]]<br />to [[save]], [[keep]]:<br /><b class="num">1.</b> of persons, to [[save]] from [[death]], [[keep]] [[alive]], [[preserve]], Hom., [[Attic]]<br /><b class="num">2.</b> of things, to [[keep]] [[safe]], [[preserve]], Hom.:—Mid. to [[keep]] or [[preserve]] for [[oneself]], Soph., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[keep]], [[observe]], [[maintain]] laws, etc., Trag.:—Pass., Thuc.<br /><b class="num">4.</b> to [[keep]] in [[mind]], [[remember]], Eur., Plat.:—so in Mid., Soph., Plat.<br /><b class="num">II.</b> with a [[sense]] of [[motion]] to a [[place]], to [[bring]] one [[safe]] to, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.; σω. τινὰ πρὸς ἤπειρον Aesch.:—in Pass. to [[come]] [[safe]], [[escape]] to a [[place]], ἐς οἶκον Hdt.; ἐπὶ θάλατταν Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[carry]] off [[safe]], [[rescue]] from [[danger]], ἐκ πολέμου Il.; ἐκ θανάτοιο Od.; ἀπὸ στρατείας Aesch.:—c. gen., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα to [[rescue]] the [[land]] from enemies, Soph.; Pass., σωθῆναι κακῶν Eur.<br /><b class="num">3.</b> c. inf., αἵ σε σώζουσιν [[θανεῖν]] who [[save]] thee from [[dying]], Eur.<br /><b class="num">4.</b> absol., τὰ σώσοντα [[what]] is [[likely]] to [[save]], Dem.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] fut. σώσω; perf. pass. σέσωσμαι u. σέσωμαι, wie Bekker aus mss. an vielen Stellen hergestellt hat, vgl. Plat. Critia. 109 d, aber Dem. 34, 12 steht ohne var. σεσωσμένος, vgl. Xen. Cyr. 3, 2, 15. 5, 4, 11; [[σωστέος]], Eur. Herc. f. 1388, Ar. Lys. 580; ἀνασωιζόμενοι steht Inscr. 231, vgl. Keil Anal. p. 115 f; aor. immer ἐσώθην (zuerst Her. 4, 97); die tempp. also z. Th. von [[σαόω]] (σώω) abgeleitet, welche Form bei Hom. vorherrscht, s. oben; – [[retten]], erhalten: [[σπέρμα]] πυρὸς σώζων, Od. 5, 490; πόλιν, Aesch. Spt. 731, u. öfter; [[πόλις]] σέσωσται, Spt. 802; ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ, Ag. 589; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος [[πάλιν]] ἥξει, Ag. 604; σῶσαί μ' ἐς οἴκους, Soph. Phil. 311; ἐκ γῆς τινα, 524; auch τινά τινος, wie σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα, Ant. 1147; ἢ σεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Trach. 83; dah. bewahren, καὶ φυλάσσειν, Phil. 755; τῶνδε τῶν ὅπλων, ἃ νῦν σὺ σώζεις, 792; u. vom Beobachten der Gesetze, Ant. 1101; vgl. σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους, Aesch. Eum. 232; σωζόμενον ῥυθμόν, Ch. 786; oft bei Eur., τοὺς νόμους Suppl 313; τὰ πατρῷα, Ar. Thesm. 819; u. in Prosa : σώζει ἐκ θανάτου τοὺς ἀνθρώπους, Plat. Gorg. 511 c; vgl. ἐκ θανάτοιο, ἐκ πολέμοιο u. ähnl. Il. 5, 469. 11, 752. 17, 452. 21, 274. 22, 175 Od. 4, 793; τὸν βίον, Plat. Prot. 356 e; τὴν ἀρχαίαν φωνήν, τὸν νόμον, Crat. 418 c Legg. VIII, 847 a; ἐξ Αἰγίνης [[δεῦρο]], Gorg. 511 d; so auch bei Hom. u. sonst, nach einem Orte glücklich, unversehrt durchbringen, ἐς προχοάς Od. 5, 452, ἐπὶ νῆα Il. 17, 692, [[πόλινδε]] 5, 224; <span class="ggns">Gegensatz</span> ἀπολλύναι, Xen. An. 4, 1, 38. – Pass. gerettet werden, am Leben bleiben, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἀπολέσθαι, Il. 15, 503, oder ἀποθνήσκειν, Xen. An. 3, 2, 3 Cyr. 3, 3, 51; [[ὀπίσω]] εἰς οἶκον σωθῆναι, glücklich, unversehrt nach Hause zurückgelangen, Her. 4, 77; [[πρός]] τινα, Xen. Cyr. 5, 4, 16; είς, ἐπί, An. 6, 2, 8. 3, 20; ἐσώθησαν εἰς τὰς πόλεις, sie retteten sich durch die Flucht in die Städte, Pol. 3, 117, 2; πρὸς τοὺς ἀναγκαίους, 6, 58, 5; οἱ σωθησόμενοι, Plat. Theaet. 176 d, Menschen, die bestehen oder glücklich sein wollen oder sollen; ἀργυρίῳ πρὸς χαλκὸν κεκραμένῳ χρώμενοι σώζονται, Dem. 24, 214, erhalten sie sich oder kommen ohne Nachtheile durch. – Med. sich Etwas erhalten, σώσασθαι τὸ [[σῶμα]], sich den Leib, seinen Leib erhalten; bes. Etwas im Gedächtniß behalten, wie auch wir ohne Zusatz »behalten« sagen, Soph. El. 1248; παρῆκα θεσμῶν [[οὐδέν]], ἀλλ' ἐσωζόμην, χαλκῆς [[ὅπως]] δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν, Trach. 679; Eur. Suppl. 916 Bacch. 792 u. öfter, wie in Prosa: κτᾶταί τε μαθήματα καὶ σώζεται, Plat. Theaet. 153 b; ὁ δὲ μηδ' ἃ ἔμαθε σώζοιτο, Rep. V, 455 d; auch σωζόμενοι μνήμην, Theaet. 163 d, vgl. Gorg. 501 a; u. so findet sich auch das act. bei Eur. Hel. 274 gebraucht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] fut. σώσω; perf. pass. σέσωσμαι u. σέσωμαι, wie Bekker aus mss. an vielen Stellen hergestellt hat, vgl. Plat. Critia. 109 d, aber Dem. 34, 12 steht ohne var. σεσωσμένος, vgl. Xen. Cyr. 3, 2, 15. 5, 4, 11; [[σωστέος]], Eur. Herc. f. 1388, Ar. Lys. 580; ἀνασωιζόμενοι steht Inscr. 231, vgl. Keil Anal. p. 115 f; aor. immer ἐσώθην (zuerst Her. 4, 97); die tempp. also z. Th. von [[σαόω]] (σώω) abgeleitet, welche Form bei Hom. vorherrscht, s. oben; – [[retten]], erhalten: [[σπέρμα]] πυρὸς σώζων, Od. 5, 490; πόλιν, Aesch. Spt. 731, u. öfter; [[πόλις]] σέσωσται, Spt. 802; ἀπὸ στρατείας ἄνδρα σώσαντος θεοῦ, Ag. 589; εἰ νόστιμός γε καὶ σεσωσμένος [[πάλιν]] ἥξει, Ag. 604; σῶσαί μ' ἐς οἴκους, Soph. Phil. 311; ἐκ γῆς τινα, 524; auch τινά τινος, wie σώσας μὲν ἐχθρῶν τήνδε Καδμείαν χθόνα, Ant. 1147; ἢ σεσώσμεθα ἢ πίπτομεν, Trach. 83; dah. bewahren, καὶ φυλάσσειν, Phil. 755; τῶνδε τῶν ὅπλων, ἃ νῦν σὺ σώζεις, 792; u. vom Beobachten der Gesetze, Ant. 1101; vgl. σώζων ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους, Aesch. Eum. 232; σωζόμενον ῥυθμόν, Ch. 786; oft bei Eur., τοὺς νόμους Suppl 313; τὰ πατρῷα, Ar. Thesm. 819; u. in Prosa : σώζει ἐκ θανάτου τοὺς ἀνθρώπους, Plat. Gorg. 511 c; vgl. ἐκ θανάτοιο, ἐκ πολέμοιο u. ähnl. Il. 5, 469. 11, 752. 17, 452. 21, 274. 22, 175 Od. 4, 793; τὸν βίον, Plat. Prot. 356 e; τὴν ἀρχαίαν φωνήν, τὸν νόμον, Crat. 418 c Legg. VIII, 847 a; ἐξ Αἰγίνης [[δεῦρο]], Gorg. 511 d; so auch bei Hom. u. sonst, nach einem Orte glücklich, unversehrt durchbringen, ἐς προχοάς Od. 5, 452, ἐπὶ νῆα Il. 17, 692, [[πόλινδε]] 5, 224; <span class="ggns">Gegensatz</span> ἀπολλύναι, Xen. An. 4, 1, 38. – Pass. gerettet werden, am Leben bleiben, <span class="ggns">Gegensatz</span> von ἀπολέσθαι, Il. 15, 503, oder ἀποθνήσκειν, Xen. An. 3, 2, 3 Cyr. 3, 3, 51; [[ὀπίσω]] εἰς οἶκον σωθῆναι, glücklich, unversehrt nach Hause zurückgelangen, Her. 4, 77; [[πρός]] τινα, Xen. Cyr. 5, 4, 16; είς, ἐπί, An. 6, 2, 8. 3, 20; ἐσώθησαν εἰς τὰς πόλεις, sie retteten sich durch die Flucht in die Städte, Pol. 3, 117, 2; πρὸς τοὺς ἀναγκαίους, 6, 58, 5; οἱ σωθησόμενοι, Plat. Theaet. 176 d, Menschen, die bestehen oder glücklich sein wollen oder sollen; ἀργυρίῳ πρὸς χαλκὸν κεκραμένῳ χρώμενοι σώζονται, Dem. 24, 214, erhalten sie sich oder kommen ohne Nachtheile durch. – Med. sich Etwas erhalten, σώσασθαι τὸ [[σῶμα]], sich den Leib, seinen Leib erhalten; bes. Etwas im Gedächtniß behalten, wie auch wir ohne Zusatz »behalten« sagen, Soph. El. 1248; παρῆκα θεσμῶν [[οὐδέν]], ἀλλ' ἐσωζόμην, χαλκῆς [[ὅπως]] δύσνιπτον ἐκ δέλτου γραφήν, Trach. 679; Eur. Suppl. 916 Bacch. 792 u. öfter, wie in Prosa: κτᾶταί τε μαθήματα καὶ σώζεται, Plat. Theaet. 153 b; ὁ δὲ μηδ' ἃ ἔμαθε σώζοιτο, Rep. V, 455 d; auch σωζόμενοι μνήμην, Theaet. 163 d, vgl. Gorg. 501 a; u. so findet sich auch das act. bei Eur. Hel. 274 gebraucht.
Line 13: Line 16:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῦτα μόνα [[περί]] τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[σώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[εκτοξεύω]] («ώς πού το σώνει το [[λιθάρι]];»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]], [[καλύπτω]] ορισμένο [[διάστημα]] χώρου ή χρόνου, [[καλύπτω]] ορισμένη [[ποσότητα]] (α. «[[είναι]] [[ψηλά]] το [[κλαδί]] και δεν το [[σώνω]]» β. «δεν έσωσε τα [[σαράντα]], πέθανε [[νέος]]» γ. «σώνει δεν σώνει τα [[είκοσι]] κιλά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντέχω]] («δεν σώνει η [[ψυχή]] μου να μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σώζω]] τα προσχήματα» — [[τηρώ]] τους τύπους, [[διατηρώ]] την [[επίφαση]]<br />β)»[[σώζω]] την [[κατάσταση]]» — [[αποσοβώ]] επαπειλούμενο κίνδυνο<br />γ) «να μη σώσεις!»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην προλάβεις<br />δ) <b>ειρων.</b> «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να περιμένει [[αποτέλεσμα]] από μια [[ενέργεια]]<br />ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες<br />στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε [[πλέον]] αυτό που περίμενα<br />ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — [[είναι]] [[πλέον]] βέβαιο<br />η) «δεν σώνεται με [[τίποτε]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής<br />θ) «σώθηκε το [[λάδι]] του» ή «σώθηκε το [[καντήλι]] του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε<br />ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με [[κάθε]] τρόπο, με το [[ζόρι]]<br />ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε [[περίπτωση]] άμεσου καθολικού κινδύνου, [[οπότε]] [[κανείς]] δεν έχει να περιμένει [[βοήθεια]] από κανέναν και [[πρέπει]] να προσπαθήσει να σωθεί [[μόνος]] του<br />ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που μετανοεί [[κανείς]] για προηγούμενη [[πράξη]] ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) [[τελειώνω]], εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το [[κρασί]]» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν<br />και [[ὅπου]] σώσει ἡ [[ἀπόλυσις]], ἐσθίομεν»)<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ σεσωσμένοι</i><br /><b>εκκλ.</b> ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς<br />(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ σῴζων</i><br />[[προσωνυμία]] αρχαίας θεότητας<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Σῴζων</i><br />όνομα αγίων της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[διασφαλίζω]], [[κατοχυρώνω]] την [[ασφάλεια]] ή [[διατηρώ]] σε [[ασφάλεια]] («πόλιν και [[άστυ]] σώζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]], [[επαληθεύω]] («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμούμαι]] («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον [[ὥσπερ]] τὰς κακὰς σῴζουσί με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεσμούς, [[πολίτευμα]], [[πόλη]]) διαφυλάγω αναλλοίωτο, [[προστατεύω]], [[προασπίζω]] από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b> β. «τὰς δε [[πόλις]] αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έθιμα, με νόμους) [[τηρώ]], [[εφαρμόζω]] (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>7.</b> (η προστ. ή η ευκτ. σε [[επιστολή]] ή σε [[προσφώνηση]]) <i>σώζεο</i>, <i>σώζοισθε</i><br />γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά<br /><b>8.</b> (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ σῴζουσα</i><br />α) (ενν. [[ψήφος]]) η αποφασιστικής σημασίας [[ψήφος]]<br />β) το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>9.</b> (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[φυλάγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σῴζω]] λόγον» — [[κρατώ]] ένα [[μυστικό]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[σῴζω]] καιρόν» — [[ανακτώ]] μια [[ευκαιρία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[σῴζω]] τινὰ εἴς τι [ή [[πρός]] τι, ἐπί τι]» — [[φέρνω]] κάποιον σώο [[κάπου]]<br />(<b>Ομ.</b>, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Σοφ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[σῴζω]] τινὰ ἔκ τινος» — [[διασώζω]] κάποιον από ένα [[κακό]] απομακρύνοντάς το (Όμ., <b>Σοφ.</b>, <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[μόλις]] [ή [[μόγις]]] σῴζεσθαι» — [[γλυτώνω]] με [[δυσκολία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «σῴζομαι φεύγων» — [[γλυτώνω]] τρεπόμενος σε [[φυγή]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σῴζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σω</i>-<i>ίζω</i>) έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. <i>σώσω</i>, αόρ. <i>σῶσαι</i>, <i>σωθῆναι</i>, οι οποίοι έχουν προέλθει με [[συναίρεση]] από τους αντίστοιχους επικ. τ. [[σαώσω]], <i>σαῶσαι</i>, <i>σαωθῆναι</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>σαῶ</i>, [[σώος]]). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. [[σώζω]], η οποία προήλθε από το -<i>ι</i>- της κατάλ. -<i>ίζω</i>. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σῴζω]] απαντούν και οι τ.: <i>σαῶ</i>, <i>σώω</i>, [[σωννύω]], ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. [[σώνω]] (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. <i>έσωσα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>στεφάνωσα</i>: [[στεφανώνω]]].
|mltxt=[[σῴζω]], ΝΜΑ, και [[σώνω]] Ν, και σώω και επικ. τ. [[σαόω]], Α<br /><b>1.</b> [[διατηρώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σώο, [[απαλλάσσω]] από κίνδυνο, από [[φθορά]], από [[καταστροφή]], από θάνατο, [[διασώζω]], [[περισώζω]], [[γλυτώνω]] (α. «τον έσωσε η έγκαιρη [[εγχείρηση]]» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους ενοίκους» γ. «ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι», ΚΔ<br />δ. «σώζειν τὰ ὑπάρχοντα», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νὺξ στρατὸν σώζει»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με θεσμούς, κανόνες, νόμους, ιδανικά, ιδέες) [[τηρώ]], [[φυλάγω]] (α. «έσωσε την αξιοπρέπειά του» β. «έσωσαν την [[πίστη]] τών πατέρων τους» γ. «σώζειν τους καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />δ. «σώζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> [[λυτρώνω]] από την [[αμαρτία]], [[επαναφέρω]] κάποιον στον δρόμο του θεού (α. «ἡ [[πίστις]] σου σέσωκέ σε», ΚΔ<br />β. «οὐ γὰρ [[ἦλθον]] ἵνα [[κρίνω]] τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σώζομαι</i><br />α) [[μένω]] [[ζωντανός]], [[γλυτώνω]] από κίνδυνο ή [[συμφορά]]<br />β) λυτρώνομαι από την [[αμαρτία]]<br />γ) [[αναλαμβάνω]] οικονομικά, [[προκόβω]] (α. «αγόρασαν φτηνά το [[χτήμα]] και σώθηκαν» β. «οι σωθησόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br />δ) [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], διασώζομαι (α. «ελάχιστα αποσπάσματα έχουν σωθεί από τις τραγωδίες του» β. «ό,τι σώθηκε από τον μεγαλοπρεπή ναό [[είναι]] αυτοί οι δύο κίονες» γ. «ταῦτα μόνα [[περί]] τοῦ Ἀντωνίου ἐν τῷ Δίωνι σώζεται», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στον τ. [[σώνω]])<br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[πετώ]], [[ρίχνω]] [[μακριά]], [[εκτοξεύω]] («ώς πού το σώνει το [[λιθάρι]];»)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[φθάνω]] ώς ένα [[σημείο]], [[καλύπτω]] ορισμένο [[διάστημα]] χώρου ή χρόνου, [[καλύπτω]] ορισμένη [[ποσότητα]] (α. «[[είναι]] [[ψηλά]] το [[κλαδί]] και δεν το [[σώνω]]» β. «δεν έσωσε τα [[σαράντα]], πέθανε [[νέος]]» γ. «σώνει δεν σώνει τα [[είκοσι]] κιλά»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[αντέχω]] («δεν σώνει η [[ψυχή]] μου να μιλήσω»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σώζω]] τα προσχήματα» — [[τηρώ]] τους τύπους, [[διατηρώ]] την [[επίφαση]]<br />β)»[[σώζω]] την [[κατάσταση]]» — [[αποσοβώ]] επαπειλούμενο κίνδυνο<br />γ) «να μη σώσεις!»<br />(ως [[κατάρα]]) να μην προλάβεις<br />δ) <b>ειρων.</b> «σώθηκες!» ή «σωθήκαμε!» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που δεν [[πρέπει]] [[κανείς]] να περιμένει [[αποτέλεσμα]] από μια [[ενέργεια]]<br />ε) «σώθηκαν οι αμαρτίες» — πέρασαν πια οι δυσκολίες<br />στ) «σώθηκαν τα βάσανα» — έγινε [[πλέον]] αυτό που περίμενα<br />ζ) «σώθηκαν τα ψέματα» — [[είναι]] [[πλέον]] βέβαιο<br />η) «δεν σώνεται με [[τίποτε]]» — λέγεται σε [[περίπτωση]] αναπότρεπτης εξέλιξης, αναπόφευκτης καταστροφής<br />θ) «σώθηκε το [[λάδι]] του» ή «σώθηκε το [[καντήλι]] του» ή «σώθηκαν οι μέρες [ή τα καντήλια] του» — πέθανε<br />ι) «σώνει και καλά» — θέλοντας και μη, με [[κάθε]] τρόπο, με το [[ζόρι]]<br />ια) «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» — λέγεται σε [[περίπτωση]] άμεσου καθολικού κινδύνου, [[οπότε]] [[κανείς]] δεν έχει να περιμένει [[βοήθεια]] από κανέναν και [[πρέπει]] να προσπαθήσει να σωθεί [[μόνος]] του<br />ιβ) «να μην έσωνα» — λέγεται σε [[περίπτωση]] που μετανοεί [[κανείς]] για προηγούμενη [[πράξη]] ή ενέργειά του η οποία είχε αρνητικό [[αποτέλεσμα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) [[τελειώνω]], εξαντλούμαι (α. «σώθηκε το [[κρασί]]» β. «ἄρχεται τὸ λυχνικόν<br />και [[ὅπου]] σώσει ἡ [[ἀπόλυσις]], ἐσθίομεν»)<br /><b>μσν.</b><br />(η μτχ. μέσ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ σεσωσμένοι</i><br /><b>εκκλ.</b> ιερείς και πιστοί που δεν έχουν παρασυρθεί από τους αιρετικούς<br />(μσν.-αρχ) (η μτχ. ενεστ.) α) <b>ως επίθ.</b> <i>ὁ σῴζων</i><br />[[προσωνυμία]] αρχαίας θεότητας<br />β) <b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Σῴζων</i><br />όνομα αγίων της Εκκλησίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φυλάγω]] κάποιον («και κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (σχετικά με πράγμ.) [[διασφαλίζω]], [[κατοχυρώνω]] την [[ασφάλεια]] ή [[διατηρώ]] σε [[ασφάλεια]] («πόλιν και [[άστυ]] σώζειν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επιβεβαιώνω]], [[επικυρώνω]], [[επαληθεύω]] («πρὸς τὸ τὰ φαινόμενα σῴζειν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]], [[θυμούμαι]] («τὰς δὲ μὴ κακὰς ἔσωζον [[ὥσπερ]] τὰς κακὰς σῴζουσί με», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> (σχετικά με θεσμούς, [[πολίτευμα]], [[πόλη]]) διαφυλάγω αναλλοίωτο, [[προστατεύω]], [[προασπίζω]] από τον εχθρό (α. «σῴζειν τὰς πολιτείας», <b>Αριστοτ.</b> β. «τὰς δε [[πόλις]] αὐτῶν ἄνδρες... διατεταγμένοι ἔσωζον», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>6.</b> (σχετικά με έθιμα, με νόμους) [[τηρώ]], [[εφαρμόζω]] (α. «σῴζειν τοὺς καθεστῶτας νόμους», <b>Σοφ.</b><br />β. «σῴζειν τὰ πρὸς τοὺς κατοίκους δίκαια», πάπ.)<br /><b>7.</b> (η προστ. ή η ευκτ. σε [[επιστολή]] ή σε [[προσφώνηση]]) <i>σώζεο</i>, <i>σώζοισθε</i><br />γειά σου, γειά σας, να είσαι καλά, να είστε καλά<br /><b>8.</b> (η μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ἡ σῴζουσα</i><br />α) (ενν. [[ψήφος]]) η αποφασιστικής σημασίας [[ψήφος]]<br />β) το [[φυτό]] αρτεμισία<br /><b>9.</b> (το μέσ. και παθ.) α) θεραπεύομαι, γιατρεύομαι («ὑγιαίνοντες καὶ σῳζόμενοι», <b>επιγρ.</b>)<br />β) [[φυλάγω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου (α. «αὐτὸς αὑτῷ σῴζεταί τι», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «εἰ φρενῶν ἐτύγχαν' αὕτη μὴ κακῶν ἐσώζετ' ἂν τὴν εὐλάβειαν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σῴζω]] λόγον» — [[κρατώ]] ένα [[μυστικό]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />β) «[[σῴζω]] καιρόν» — [[ανακτώ]] μια [[ευκαιρία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[σῴζω]] τινὰ εἴς τι [ή [[πρός]] τι, ἐπί τι]» — [[φέρνω]] κάποιον σώο [[κάπου]]<br />(<b>Ομ.</b>, <b>Ηρόδ.</b>, <b>Σοφ.</b>, <b>Ξεν.</b>)<br />δ) «[[σῴζω]] τινὰ ἔκ τινος» — [[διασώζω]] κάποιον από ένα [[κακό]] απομακρύνοντάς το (Όμ., <b>Σοφ.</b>, <b>Ευρ.</b>)<br />ε) «[[μόλις]] [ή [[μόγις]]] σῴζεσθαι» — [[γλυτώνω]] με [[δυσκολία]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />στ) «σῴζομαι φεύγων» — [[γλυτώνω]] τρεπόμενος σε [[φυγή]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[σῴζω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σω</i>-<i>ίζω</i>) έχει σχηματιστεί [[υστερογενώς]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> από τους ιων.-αττ. τ.: μέλλ. <i>σώσω</i>, αόρ. <i>σῶσαι</i>, <i>σωθῆναι</i>, οι οποίοι έχουν προέλθει με [[συναίρεση]] από τους αντίστοιχους επικ. τ. [[σαώσω]], <i>σαῶσαι</i>, <i>σαωθῆναι</i> (<b>βλ.</b> και λ. <i>σαῶ</i>, [[σώος]]). Το ρ. εμφανίζει υπογεγραμμένη μόνο στον ενεστ. [[σώζω]], η οποία προήλθε από το -<i>ι</i>- της κατάλ. -<i>ίζω</i>. Παρλλ. [[προς]] τον τ. [[σῴζω]] απαντούν και οι τ.: <i>σαῶ</i>, <i>σώω</i>, [[σωννύω]], ενώ στη Νέα Ελληνική απαντά και ο τ. [[σώνω]] (Ι) σχηματισμένος από τον αόρ. <i>έσωσα</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>στεφάνωσα</i>: [[στεφανώνω]]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[σῶς]<br />to [[save]], [[keep]]:<br /><b class="num">1.</b> of persons, to [[save]] from [[death]], [[keep]] [[alive]], [[preserve]], Hom., [[Attic]]<br /><b class="num">2.</b> of things, to [[keep]] [[safe]], [[preserve]], Hom.:—Mid. to [[keep]] or [[preserve]] for [[oneself]], Soph., etc.<br /><b class="num">3.</b> to [[keep]], [[observe]], [[maintain]] laws, etc., Trag.:—Pass., Thuc.<br /><b class="num">4.</b> to [[keep]] in [[mind]], [[remember]], Eur., Plat.:—so in Mid., Soph., Plat.<br /><b class="num">II.</b> with a [[sense]] of [[motion]] to a [[place]], to [[bring]] one [[safe]] to, τὸν δ' ἐσάωσεν ἐς ποταμοῦ προχοάς Od.; σω. τινὰ πρὸς ἤπειρον Aesch.:—in Pass. to [[come]] [[safe]], [[escape]] to a [[place]], ἐς οἶκον Hdt.; ἐπὶ θάλατταν Xen.<br /><b class="num">2.</b> to [[carry]] off [[safe]], [[rescue]] from [[danger]], ἐκ πολέμου Il.; ἐκ θανάτοιο Od.; ἀπὸ στρατείας Aesch.:—c. gen., ἐχθρῶν σῶσαι χθόνα to [[rescue]] the [[land]] from enemies, Soph.; Pass., σωθῆναι κακῶν Eur.<br /><b class="num">3.</b> c. inf., αἵ σε σώζουσιν [[θανεῖν]] who [[save]] thee from [[dying]], Eur.<br /><b class="num">4.</b> absol., τὰ σώσοντα [[what]] is [[likely]] to [[save]], Dem.
}}
}}