Anonymous

βαύκαλις: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}"
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαύκαλις]] (-ιδος), η (Α)<br />πήλινη ή χάλκινη [[στάμνα]] με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει [[νερό]] ή [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βαυκάλιον]]).
|mltxt=[[βαύκαλις]] (-ιδος), η (Α)<br />πήλινη ή χάλκινη [[στάμνα]] με στενό λαιμό, ειδική για να κρυώνει [[νερό]] ή [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βαυκάλιον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm