Anonymous

χείρ: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  10 May 2023
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[χείρ]], χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α<br /><b>1.</b> το [[χέρι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) το [[άκρο]] [[χέρι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[άτομο]] του οποίου το [[χέρι]] έκανε [[κάτι]] (α. «[[χειρ]] Χριστόδουλου Καλλέργη» — ο [[εικονογράφος]] Χριστόδουλος Καλλέργης<br />β. «[[χειρ]] δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «έχω ανά χείρας»<br />i) έχω λάβει, [[κρατώ]] στα χέρια μου<br />ii) [[μελετώ]]<br />β) «[[νίπτω]] τας χείρας» — <b>βλ.</b> [[νίβω]]<br />γ) «[[έργον]] τών χειρών μου» — [[έργο]] που έγινε αποκλειστικά από εμένα<br />δ) «[[χειρ]] χείρα νίπτει» — η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με [[αλληλοβοήθεια]]<br />ε) «[[χειρ]] [[τάδε]]» — έγραψε το [[χειρόγραφο]] ο [[τάδε]]<br />στ) «[[δευτέρα]] [[χειρ]]»<br />(σε παλαιογραφικά [[κείμενα]]) [[δεύτερος]] [[μελετητής]] [[μετά]] τον πρώτο αντιγραφέα έκανε την [[παραπάνω]] [[προσθήκη]]<br />ζ) «[[χαλί]] χειρός» — χειροποίητο [[χαλί]]<br />η) «εργαλεία χειρός» — χειροκίνητα εργαλεία που λειτουργούν, [[κατά]] [[παράδοση]], με τη μυϊκή [[δύναμη]] εκείνου που τά χρησιμοποιεί<br />θ) «[[τείνω]] χείρα βοηθείας» — [[βοηθώ]]<br />ι) «[[τείνω]] χείρα επαιτείας» — [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πόδι]] ζώου<br /><b>2.</b> [[διακυβέρνηση]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] αλοιφής από [[πέντε]] συστατικά<br /><b>4.</b> [[χούφτα]] («κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων», [[Φοίνιξ]])<br /><b>5.</b> (σχετικά με γραπτό [[κείμενο]]) [[αντίγραφο]]<br /><b>6.</b> [[γραφικός]] [[χαρακτήρας]] («τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνεῖσθαι», Υπερείδ.)<br /><b>7.</b> καλλιτεχνική [[εργασία]] ή καλλιτεχνική [[ικανότητα]] («Ἡετίωνι [[χάριν]] γλαφυρᾱς χερὸς [[ἄκρον]] ὑποστὰς μισθόν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πλήθος]] [[ανδρών]], [[ιδίως]] στρατιωτών<br /><b>8.</b> το [[φυτό]] [[κροκοδίλεον]]<br /><b>9.</b> [[ενέργεια]], [[δράση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[λόγια]] («εἰ δὲ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἤ λόγῳ πορεύεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάθε]] όργανο που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με το [[χέρι]], όπως: α) [[είδος]] βασανιστήριου οργάνου<br />β) [[είδος]] αρπάγης για την [[ανάσπαση]] διαφόρων αντικειμένων<br />γ) [[τμήμα]] τροχού<br />δ) [[είδος]] σιδερένιου γαντιού που αποτελεί [[τμήμα]] οπλισμού<br />ε) (στην ΠΔ) [[σωρός]] λίθων σε [[σχήμα]] δακτύλου που δείχνει τον ουρανό<br />στ) η [[άγκυρα]] («[[χεὶρ σιδηρᾷ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χεῖρες</i><br /><b>μτφ.</b> βίαιες ενέργειες, βίαια [[μέσα]]<br /><b>12.</b> (η γεν.) (<i>τῆς</i>) <i>χειρός</i><br />α) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί [[θέση]] («χειρὸς εἰς τὰ [[δεξιά]]» — στο δεξί σου [[χέρι]], [[προς]] τα [[δεξιά]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η βίαιη [[έλξη]] ή η βίαιη [[σύλληψη]] ενός προσώπου («ἡ δ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε [[θύραζε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>13.</b> (η δοτ. εν. και πληθ.) (<i>τῇ</i>) <i>χειρί</i> ή <i>τῇ χερί</i> και <i>ταῖς χερσίν</i><br />χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το [[μέσον]] ή το όργανο με το οποίο κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] («χερσίν τ' ἠσπάζοντο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «χεῖρα [[λαμβάνω]]» ή «χεῖρα [[ἐμβάλλω]]» — [[πιάνω]] ή [[δίνω]] το [[χέρι]] ως [[ένδειξη]] συμφιλίωσης ή κύρωσης συμφωνίας (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «χεῖρας [[ἀνέχω]]» ή «χεῖρας [[ὀρέγω]]»<br />(για ικέτη) [[σηκώνω]] τα χέρια μου για να προσευχηθώ (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.)<br />γ) «χεῖρας [[βάλλω]]» ή «χεῖρας [[ἀμφιβάλλω]]» — [[σηκώνω]] τα χέρια μου για να ικετεύσω ένα [[πρόσωπο]] ή ως [[ένδειξη]] στοργής και αγάπης για αυτό<br />δ) «χεῖρας αἵρω» — [[σηκώνω]] τα χέρια μου προκειμένου να επιδοκιμάσω την [[εκλογή]] ενός προσώπου ή προκειμένου να δηλώσω τη συναίνεσή μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br />ε) «τὴν χεῖρα [[ὀρέγω]] τινί» και «χεῖρας [[πετάννυμι]]» — [[σπεύδω]] να βοηθήσω κάποιον (<b>Ξεν.</b>) και (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) «χεῖρα [[ὑπερέχω]] τινός»<br />(για θεό) [[προστατεύω]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) «χεῖρα [[ἐφίημι]], [[ἐπιφέρω]] και [[ἐπιβάλλω]]» — [[επιχειρώ]] να βλάψω κάποιον ενεργώντας με τα χέρια (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />η) «χεῖρ' [[ἐπιφέρω]]» — [[αγγίζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />θ) «χεῖρας [[ἐπιτίθημι]]» — [[ευλογώ]] κάποιον με τα χέρια μου (ΚΔ)<br />ι) «ἀνὰ χεῖρας ἔχω τινά» — έχω στενές σχέσεις με κάποιον (<b>Πολ.</b>)<br />ια) «τὰ ἀνὰ χεῖρα» — τα θέματα που εξετάζονται (<b>Πλούτ.</b>)<br />ιβ) «ἀνὰ χεῖράς τινος» — πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]] (ΠΔ)<br />ιγ) «ἀπὸ χειρός» — επιπόλαια (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ιδ) «οἱ ἀνὰ χεῖρας χρόνοι» — η σύγχρονη [[εποχή]] <b>πάπ.</b><br />ιε) «διὰ χειρῶν ἔχω [ή [[λαμβάνω]]]» — έχω [ή [[παίρνω]]] στα χέρια μου<br />ιστ) «διὰ χειρὸς ἔχω»<br />i) έχω στα χέρια μου, υπό την [[εξουσία]] μου<br />ii) [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] ένα [[έργο]] ή [[ασχολούμαι]] με αυτό<br />iii) [[κάνω]] [[κάτι]] [[συνεχώς]]<br />ιζ) «ἡ διὰ χειρὸς πρᾱσις» — [[πώληση]] [[χωρίς]] διαπραγματεύσεις, [[χωρίς]] παζάρια <b>(Χαρίτ.)</b><br />ιη) «εἰς χεῖρας [[λαμβάνω]]» και «ἄγομαί τι εἰς χεῖρας» — [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>-<b>Ηρόδ.</b>)<br />ιθ) «δίδωμί [ή τίθημί] τι εἰς χεῖρά τινος» — [[αναθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, το [[αφήνω]] στα χέρια του<br />κ) «εἰς χεῖρας ἱκνοῦμαι» — [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κα) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]]» — έχω σχέσεις με κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />κβ) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]] [ἴημι ή [[συνίημι]]]» — [[έρχομαι]] στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι<br />κγ) «χειρὸς [[νόμος]]» — [[συμπλοκή]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κδ) «εἰς χεῖρας δὲχομαί τινας» και «εἰς χεῖρας [[ὑπομένω]]» — [[αναμένω]] την [[επίθεση]] κάποιων (<b>Ξεν.</b>-<b>Θουκ.</b>)<br />κε) «ἐκ χειρός»<br />i) με ανθρώπινη [[ενέργεια]]<br />ii) ([[κυρίως]] για [[μάχη]]) εκ του [[συστάδην]]<br />iii) με άμεση [[ενέργεια]]<br />κστ) «ἐν χερὶ [[τίθημι]]» — [[δίνω]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[προσφέρω]] (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.)<br />κζ) «ἐπὶ χεῖρά τινος» — [[κοντά]] ή [[δίπλα]] σε κάποιον (ΠΔ)<br />κη) «ἐπὶ [[χειράς]] τινος [[ἐκφέρω]]» — [[προσφέρω]] [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />κθ) «κατὰ χεῖρά σου» — σύμφωνα με τη [[θέληση]] σου<br />λ) «ἐν χερσὶν ἔχω» — [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br />λα) «ἐν χερσί» — από [[κοντά]]<br />λβ) «ὁ ἐν χερσὶ [[πόλεμος]]» — ο [[πόλεμος]] που [[τώρα]] διεξάγεται (Δίον. Αλ.)<br />λγ) «μετὰ χερσὶν ἔχω» — [[κρατώ]] στα χέρια μου (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />λδ) «μετὰ χεῖρας ἔχω» — καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br />λε) «πρὸ χειρῶν» — [[μπροστά]]<br />λστ) «πρὸς χειρός τινος» — με την [[ενέργεια]] κάποιου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λζ) «ὑπὸ χεῖρα ποιοῦμαι» — [[καθιστώ]] υποχείριο (<b>Ξεν.</b>)<br />λη) «οἱ ὑπὸ χεῖρα ὄντες» — αυτοί που βρίσκονται υπό την [[εξουσία]] κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λθ) «ὑπὸ χεῖρα» — [[αμέσως]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />μ) «ἀδίκων χειρῶν [[ἄρχω]]» — [[κάνω]] [[αρχή]] της αδικίας, [[αρχίζω]] [[πρώτος]] εγώ να [[αδικώ]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> <b>παροιμ.</b> «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει» δηλώνει ότι η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με την αμοιβαία [[βοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χείρ]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghesr</i>- «[[χέρι]]» (ή πιθ. σε τ. όν. <i>ghes</i>-<i>or</i>, <i>ghes</i>-<i>r</i>-<i>es</i>) στον οποίο οδηγούν οι τ.: χεττιτ. <i>keššar</i>, αρμ. <i>jern</i>, τοχαρ. Α <i>tsar</i>, B <i>sar</i>, οι οποίοι [[πρέπει]] να συνδεθούν με την ελλ. λ. Ο ΙΕ τ. <i>ghesr</i>- αντιστοιχεί στην Ελληνική σε ένα θ. <i>χεσρ</i>- ή πιθ. <i>χερσ</i>-, από το οποίο, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος, προήλθαν οι διαλ. μορφές: [[χειρ]]-, <i>χηρ</i>- (<b>πρβλ.</b> δωρ. αιτ. <i>χῆρα</i>) και <i>χερρ</i>- (<b>πρβλ.</b> αιολ. αιτ. πληθ. [[χέρρας]]), ενώ η [[μορφή]] <i>χερσ</i>- διατηρείται σε έναν δωρ. τ. ονομ. <i>χέρς</i>. Στην αττ. διάλ. γενικεύθηκε η [[κλίση]] με θ. [[χειρ]]-, με [[εξαίρεση]] την δοτ. πληθ. <i>χερσί</i>, η οποία έχει προέλθει από τ. <i>χερσ</i>-<i>σι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χερσ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σι</i> της δοτ. πληθ.) με [[απλοποίηση]]. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον τ. <i>χερσί</i> προήλθε το θ. <i>χερ</i>-, από το οποίο σχηματίστηκαν αναλογικά και άλλοι τ. της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> τους τ. του πληθ. <i>χέρες</i>, <i>χέρας</i>, <i>χερῶν</i>, υποκορ. [[χέριον]]). Η λ. [[χείρ]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές <i>χερ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χέρ</i>-<i>νιψ</i>), [[αλλά]] [[κυρίως]] [[χειρ]](<i>ο</i>)- (<b>πρβλ.</b> <i>χειρο</i>-<i>τέχνης</i>, [[χειρῶναξ]]) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -[[χειρ]] και -<i>χειρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χειρίδα]](-<i>ίς</i>), [[χειρίζομαι]], [[χέρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χειρητής]], [[χειρικός]], [[χείριος]], [[χειρώ]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό<br /><b>βλ. λ.</b> [[χειρ]][[ο]]-). (Β' συνθετικό) α) σε -[[χειρ]]: <i>αντίχειρ</i>(<i>ας</i>), <i>αριστερόχειρ</i>(<i>ας</i>), <i>αυτόχειρ</i>(<i>ας</i>), [[εκατόγχειρ]], [[μακρόχειρ]](<i>ας</i>), [[μονόχειρ]](<i>ας</i>), [[πολύχειρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδικόχειρ]], [[ακρόχειρ]], <i>ανθρωπόχειρ</i>, [[αριστόχειρ]], <i>αρκτόχειρ</i>, [[αρτίχειρ]], [[βραχύχειρ]], [[βριαρόχειρ]], <i>γαστ</i>(<i>ε</i>)<i>ρόχειρ</i>, [[δαιδαλόχειρ]], <i>εγγαστρόχειρ</i>, <i>εγχεσίχειρ</i>, <i>εκατοντάχειρ</i>, [[εξάχειρ]], [[εύχειρ]], [[ηπιόχειρ]], [[θηλύχειρ]], [[θρασύχειρ]], [[ισόχειρ]], [[καλλίχειρ]], [[καρπόχειρ]], [[καρτερόχειρ]], [[κολόχειρ]], [[κραταιόχειρ]], [[λαϊνόχειρ]], [[μαλακόχειρ]], [[ομπνιόχειρ]], [[οξύχειρ]], [[οπισθόχειρ]], [[παραντίχειρ]], [[πλουσιόχειρ]], [[ροδόχειρ]], [[ταχύχειρ]], [[τεκτονόχειρ]], [[τρίχειρ]], [[υπέρχειρ]], [[υπόχειρ]], [[χρυσόχειρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιόχειρ]](<i>ας</i>), <i>δίχειρ</i>, [[πηρόχειρ]]<br />β) σε -<i>χειρος</i>, <i>εκατόγχειρος</i>, [[ιδιόχειρος]], [[πολύχειρος]], [[πρόχειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακριτόχειρος]], [[απόχειρος]], <i>αραξίχειρος</i>, <i>εκατοντάχειρος</i>, <i>ελκεσίχειρος</i>, <i>εξάχειρος</i>, <i>Ηφαιστόχειρος</i>, [[ποικιλόχειρος]], [[πρόσχειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίχειρος]], [[τετράχειρος]]).
|mltxt=η / [[χείρ]], χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α<br /><b>1.</b> το [[χέρι]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]]) το [[άκρο]] [[χέρι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[άτομο]] του οποίου το [[χέρι]] έκανε [[κάτι]] (α. «[[χειρ]] Χριστόδουλου Καλλέργη» — ο [[εικονογράφος]] Χριστόδουλος Καλλέργης<br />β. «[[χειρ]] δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «έχω ανά χείρας»<br />i) έχω λάβει, [[κρατώ]] στα χέρια μου<br />ii) [[μελετώ]]<br />β) «[[νίπτω]] τας χείρας» — <b>βλ.</b> [[νίβω]]<br />γ) «[[έργον]] τών χειρών μου» — [[έργο]] που έγινε αποκλειστικά από εμένα<br />δ) «[[χειρ]] χείρα νίπτει» — η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με [[αλληλοβοήθεια]]<br />ε) «[[χειρ]] [[τάδε]]» — έγραψε το [[χειρόγραφο]] ο [[τάδε]]<br />στ) «[[δευτέρα]] [[χειρ]]»<br />(σε παλαιογραφικά [[κείμενα]]) [[δεύτερος]] [[μελετητής]] [[μετά]] τον πρώτο αντιγραφέα έκανε την [[παραπάνω]] [[προσθήκη]]<br />ζ) «[[χαλί]] χειρός» — χειροποίητο [[χαλί]]<br />η) «εργαλεία χειρός» — χειροκίνητα εργαλεία που λειτουργούν, [[κατά]] [[παράδοση]], με τη μυϊκή [[δύναμη]] εκείνου που τά χρησιμοποιεί<br />θ) «[[τείνω]] χείρα βοηθείας» — [[βοηθώ]]<br />ι) «[[τείνω]] χείρα επαιτείας» — [[ζητιανεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πόδι]] ζώου<br /><b>2.</b> [[διακυβέρνηση]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] αλοιφής από [[πέντε]] συστατικά<br /><b>4.</b> [[χούφτα]] («κορώνῃ χεῖρα πρόσδοτε κριθέων», [[Φοίνιξ]])<br /><b>5.</b> (σχετικά με γραπτό [[κείμενο]]) [[αντίγραφο]]<br /><b>6.</b> [[γραφικός]] [[χαρακτήρας]] («τὴν ἑαυτοῦ χεῖρα ἀρνεῖσθαι», Υπερείδ.)<br /><b>7.</b> καλλιτεχνική [[εργασία]] ή καλλιτεχνική [[ικανότητα]] («Ἡετίωνι [[χάριν]] γλαφυρᾱς χερὸς [[ἄκρον]] ὑποστὰς μισθόν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> [[πλήθος]] [[ανδρών]], [[ιδίως]] στρατιωτών<br /><b>8.</b> το [[φυτό]] [[κροκοδίλεον]]<br /><b>9.</b> [[ενέργεια]], [[δράση]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα [[λόγια]] («εἰ δὲ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἤ λόγῳ πορεύεται», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>10.</b> [[κάθε]] όργανο που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] του με το [[χέρι]], όπως: α) [[είδος]] βασανιστήριου οργάνου<br />β) [[είδος]] αρπάγης για την [[ανάσπαση]] διαφόρων αντικειμένων<br />γ) [[τμήμα]] τροχού<br />δ) [[είδος]] σιδερένιου γαντιού που αποτελεί [[τμήμα]] οπλισμού<br />ε) (στην ΠΔ) [[σωρός]] λίθων σε [[σχήμα]] δακτύλου που δείχνει τον ουρανό<br />στ) η [[άγκυρα]] («[[χεὶρ σιδηρᾷ]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ χεῖρες</i><br /><b>μτφ.</b> βίαιες ενέργειες, βίαια [[μέσα]]<br /><b>12.</b> (η γεν.) (<i>τῆς</i>) <i>χειρός</i><br />α) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί [[θέση]] («χειρὸς εἰς τὰ [[δεξιά]]» — στο δεξί σου [[χέρι]], [[προς]] τα [[δεξιά]], <b>Σοφ.</b>)<br />β) χρησιμοποιείται προκειμένου να δηλωθεί η βίαιη [[έλξη]] ή η βίαιη [[σύλληψη]] ενός προσώπου («ἡ δ' ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε [[θύραζε]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>13.</b> (η δοτ. εν. και πληθ.) (<i>τῇ</i>) <i>χειρί</i> ή <i>τῇ χερί</i> και <i>ταῖς χερσίν</i><br />χρησιμοποιείται για να δηλωθεί το [[μέσον]] ή το όργανο με το οποίο κάνει [[κανείς]] [[κάτι]] («χερσίν τ' ἠσπάζοντο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «χεῖρα [[λαμβάνω]]» ή «χεῖρα [[ἐμβάλλω]]» — [[πιάνω]] ή [[δίνω]] το [[χέρι]] ως [[ένδειξη]] συμφιλίωσης ή κύρωσης συμφωνίας (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «χεῖρας [[ἀνέχω]]» ή «χεῖρας [[ὀρέγω]]»<br />(για ικέτη) [[σηκώνω]] τα χέρια μου για να προσευχηθώ (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.)<br />γ) «χεῖρας [[βάλλω]]» ή «χεῖρας [[ἀμφιβάλλω]]» — [[σηκώνω]] τα χέρια μου για να ικετεύσω ένα [[πρόσωπο]] ή ως [[ένδειξη]] στοργής και αγάπης για αυτό<br />δ) «χεῖρας αἵρω» — [[σηκώνω]] τα χέρια μου προκειμένου να επιδοκιμάσω την [[εκλογή]] ενός προσώπου ή προκειμένου να δηλώσω τη συναίνεσή μου σχετικά με ένα [[θέμα]]<br />ε) «τὴν χεῖρα [[ὀρέγω]] τινί» και «χεῖρας [[πετάννυμι]]» — [[σπεύδω]] να βοηθήσω κάποιον (<b>Ξεν.</b>) και (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />στ) «χεῖρα [[ὑπερέχω]] τινός»<br />(για θεό) [[προστατεύω]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />ζ) «χεῖρα [[ἐφίημι]], [[ἐπιφέρω]] και [[ἐπιβάλλω]]» — [[επιχειρώ]] να βλάψω κάποιον ενεργώντας με τα χέρια (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />η) «χεῖρ' [[ἐπιφέρω]]» — [[αγγίζω]] κάποιον με ερωτική [[διάθεση]] (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />θ) «χεῖρας [[ἐπιτίθημι]]» — [[ευλογώ]] κάποιον με τα χέρια μου (ΚΔ)<br />ι) «ἀνὰ χεῖρας ἔχω τινά» — έχω στενές σχέσεις με κάποιον (<b>Πολ.</b>)<br />ια) «τὰ ἀνὰ χεῖρα» — τα θέματα που εξετάζονται (<b>Πλούτ.</b>)<br />ιβ) «ἀνὰ χεῖράς τινος» — πολύ [[κοντά]] σε [[κάτι]] (ΠΔ)<br />ιγ) «ἀπὸ χειρός» — επιπόλαια (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ιδ) «οἱ ἀνὰ χεῖρας χρόνοι» — η σύγχρονη [[εποχή]] <b>πάπ.</b><br />ιε) «διὰ χειρῶν ἔχω [ή [[λαμβάνω]]]» — έχω [ή [[παίρνω]]] στα χέρια μου<br />ιστ) «διὰ χειρὸς ἔχω»<br />i) έχω στα χέρια μου, υπό την [[εξουσία]] μου<br />ii) [[αναλαμβάνω]] να [[φέρω]] εις [[πέρας]] ένα [[έργο]] ή [[ασχολούμαι]] με αυτό<br />iii) [[κάνω]] [[κάτι]] [[συνεχώς]]<br />ιζ) «ἡ διὰ χειρὸς πρᾱσις» — [[πώληση]] [[χωρίς]] διαπραγματεύσεις, [[χωρίς]] παζάρια <b>(Χαρίτ.)</b><br />ιη) «εἰς χεῖρας [[λαμβάνω]]» και «ἄγομαί τι εἰς χεῖρας» — [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] (<b>Ευρ.</b>-<b>Ηρόδ.</b>)<br />ιθ) «δίδωμί [ή τίθημί] τι εἰς χεῖρά τινος» — [[αναθέτω]] [[κάτι]] σε κάποιον, το [[αφήνω]] στα χέρια του<br />κ) «εἰς χεῖρας ἱκνοῦμαι» — [[πέφτω]] στα χέρια κάποιου (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />κα) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]]» — έχω σχέσεις με κάποιον (<b>Ξεν.</b>)<br />κβ) «εἰς χεῖρας [[ἔρχομαι]] [ἴημι ή [[συνίημι]]]» — [[έρχομαι]] στα χέρια με κάποιον, συμπλέκομαι<br />κγ) «χειρὸς [[νόμος]]» — [[συμπλοκή]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />κδ) «εἰς χεῖρας δὲχομαί τινας» και «εἰς χεῖρας [[ὑπομένω]]» — [[αναμένω]] την [[επίθεση]] κάποιων (<b>Ξεν.</b>-<b>Θουκ.</b>)<br />κε) «ἐκ χειρός»<br />i) με ανθρώπινη [[ενέργεια]]<br />ii) ([[κυρίως]] για [[μάχη]]) εκ του [[συστάδην]]<br />iii) με άμεση [[ενέργεια]]<br />κστ) «ἐν χερὶ [[τίθημι]]» — [[δίνω]] [[κάτι]] στα χέρια κάποιου, [[προσφέρω]] (<b>Ομ. Ιλ.</b> και Οδ.)<br />κζ) «ἐπὶ χεῖρά τινος» — [[κοντά]] ή [[δίπλα]] σε κάποιον (ΠΔ)<br />κη) «ἐπὶ [[χειράς]] τινος [[ἐκφέρω]]» — [[προσφέρω]] [[κάτι]] σε κάποιον (<b>Πλούτ.</b>)<br />κθ) «κατὰ χεῖρά σου» — σύμφωνα με τη [[θέληση]] σου<br />λ) «ἐν χερσὶν ἔχω» — [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]]<br />λα) «ἐν χερσί» — από [[κοντά]]<br />λβ) «ὁ ἐν χερσὶ [[πόλεμος]]» — ο [[πόλεμος]] που [[τώρα]] διεξάγεται (Δίον. Αλ.)<br />λγ) «μετὰ χερσὶν ἔχω» — [[κρατώ]] στα χέρια μου (<b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />λδ) «μετὰ χεῖρας ἔχω» — καταπιάνομαι με [[κάτι]]<br />λε) «πρὸ χειρῶν» — [[μπροστά]]<br />λστ) «πρὸς χειρός τινος» — με την [[ενέργεια]] κάποιου (<b>Αισχύλ.</b>)<br />λζ) «ὑπὸ χεῖρα ποιοῦμαι» — [[καθιστώ]] υποχείριο (<b>Ξεν.</b>)<br />λη) «οἱ ὑπὸ χεῖρα ὄντες» — αυτοί που βρίσκονται υπό την [[εξουσία]] κάποιου (<b>Δημοσθ.</b>)<br />λθ) «ὑπὸ χεῖρα» — [[αμέσως]] (<b>Αριστοτ.</b>)<br />μ) «ἀδίκων χειρῶν [[ἄρχω]]» — [[κάνω]] [[αρχή]] της αδικίας, [[αρχίζω]] [[πρώτος]] εγώ να [[αδικώ]] (<b>Ξεν.</b>)<br /><b>15.</b> <b>παροιμ.</b> «ἁ δὲ χεὶρ τὰν χεῖρα νίζει» δηλώνει ότι η [[πρόοδος]] επιτυγχάνεται με την αμοιβαία [[βοήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[χείρ]] ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>ghesr</i>- «[[χέρι]]» (ή πιθ. σε τ. όν. <i>ghes</i>-<i>or</i>, <i>ghes</i>-<i>r</i>-<i>es</i>) στον οποίο οδηγούν οι τ.: χεττιτ. <i>keššar</i>, αρμ. <i>jern</i>, τοχαρ. Α <i>tsar</i>, B <i>sar</i>, οι οποίοι [[πρέπει]] να συνδεθούν με την ελλ. λ. Ο ΙΕ τ. <i>ghesr</i>- αντιστοιχεί στην Ελληνική σε ένα θ. <i>χεσρ</i>- ή πιθ. <i>χερσ</i>-, από το οποίο, [[μετά]] την [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος, προήλθαν οι διαλ. μορφές: [[χειρ]]-, <i>χηρ</i>- (<b>πρβλ.</b> δωρ. αιτ. <i>χῆρα</i>) και <i>χερρ</i>- (<b>πρβλ.</b> αιολ. αιτ. πληθ. [[χέρρας]]), ενώ η [[μορφή]] <i>χερσ</i>- διατηρείται σε έναν δωρ. τ. ονομ. <i>χέρς</i>. Στην αττ. διάλ. γενικεύθηκε η [[κλίση]] με θ. [[χειρ]]-, με [[εξαίρεση]] την δοτ. πληθ. <i>χερσί</i>, η οποία έχει προέλθει από τ. <i>χερσ</i>-<i>σι</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χερσ</i>- <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σι</i> της δοτ. πληθ.) με [[απλοποίηση]]. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τον τ. <i>χερσί</i> προήλθε το θ. <i>χερ</i>-, από το οποίο σχηματίστηκαν αναλογικά και άλλοι τ. της οικογένειας αυτής (<b>πρβλ.</b> τους τ. του πληθ. <i>χέρες</i>, <i>χέρας</i>, <i>χερῶν</i>, υποκορ. [[χέριον]]). Η λ. [[χείρ]] απαντά ως α' συνθετικό λ. με τις μορφές <i>χερ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>χέρ</i>-<i>νιψ</i>), [[αλλά]] [[κυρίως]] [[χειρ]](<i>ο</i>)- (<b>πρβλ.</b> <i>χειρο</i>-<i>τέχνης</i>, [[χειρῶναξ]]) και ως β' συνθετικό με τις μορφές -[[χειρ]] και -<i>χειρος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[χειρίδα]](-<i>ίς</i>), [[χειρίζομαι]], [[χέρι]](<i>ον</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[χειρητής]], [[χειρικός]], [[χείριος]], [[χειρώ]] (II).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α συνθετικό<br /><b>βλ. λ.</b> [[χειρ]][[ο]]-). (Β' συνθετικό) α) σε -[[χειρ]]: <i>αντίχειρ</i>(<i>ας</i>), <i>αριστερόχειρ</i>(<i>ας</i>), <i>αυτόχειρ</i>(<i>ας</i>), [[εκατόγχειρ]], [[μακρόχειρ]](<i>ας</i>), [[μονόχειρ]](<i>ας</i>), [[πολύχειρ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδικόχειρ]], [[ακρόχειρ]], <i>ανθρωπόχειρ</i>, [[αριστόχειρ]], <i>αρκτόχειρ</i>, [[αρτίχειρ]], [[βραχύχειρ]], [[βριαρόχειρ]], <i>γαστ</i>(<i>ε</i>)<i>ρόχειρ</i>, [[δαιδαλόχειρ]], <i>εγγαστρόχειρ</i>, <i>εγχεσίχειρ</i>, <i>εκατοντάχειρ</i>, [[εξάχειρ]], [[εύχειρ]], [[ηπιόχειρ]], [[θηλύχειρ]], [[θρασύχειρ]], [[ισόχειρ]], [[καλλίχειρ]], [[καρπόχειρ]], [[καρτερόχειρ]], [[κολόχειρ]], [[κραταιόχειρ]], [[λαϊνόχειρ]], [[μαλακόχειρ]], [[ομπνιόχειρ]], [[οξύχειρ]], [[οπισθόχειρ]], [[παραντίχειρ]], [[πλουσιόχειρ]], [[ροδόχειρ]], [[ταχύχειρ]], [[τεκτονόχειρ]], [[τρίχειρ]], [[υπέρχειρ]], [[υπόχειρ]], [[χρυσόχειρ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δεξιόχειρ]](<i>ας</i>), <i>δίχειρ</i>, [[πηρόχειρ]]<br />β) σε -<i>χειρος</i>, <i>εκατόγχειρος</i>, [[ιδιόχειρος]], [[πολύχειρος]], [[πρόχειρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακριτόχειρος]], [[απόχειρος]], <i>αραξίχειρος</i>, <i>εκατοντάχειρος</i>, <i>ελκεσίχειρος</i>, <i>εξάχειρος</i>, <i>Ηφαιστόχειρος</i>, [[ποικιλόχειρος]], [[πρόσχειρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δίχειρος]], [[τετράχειρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm