Anonymous

κωτίλος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}"
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κωτίλος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[φωνή]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]] («κωτίλον [[ὄμμα]]», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (για [[μουσική]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[σοβαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -[[ίλος]], [[κατά]] το [[ποικίλος]]).
|mltxt=[[κωτίλος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[φωνή]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]] («κωτίλον [[ὄμμα]]», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (για [[μουσική]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[σοβαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -[[ίλος]], [[κατά]] το [[ποικίλος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm