Anonymous

χερνής: Difference between revisions

From LSJ
208 bytes removed ,  21 November 2024
m
Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chernis
|Transliteration C=chernis
|Beta Code=xernh/s
|Beta Code=xernh/s
|Definition=ῆτος, Dor. [[χερνάς]], ᾶτος, ὁ, [[poor]], [[needy]], <b class="b3">ἐν χερνῆσι δόμοις</b> <abbr title="Illegible text in print source">†</abbr><span class="title">El.</span>207 (lyr.); χερνῆτα βίον <span class="title">AP</span>6.39 (Arch.); with fem. Subst., <b class="b3">γυνὴ χ</b>. Gal. ap. Orib.inc.<span class="bibl">22(6).13</span>; χέρνης Hsch., but χερνής Hdn. <abbr title="Illegible text in print source"></abbr>.<span class="bibl">1.64</span>; fem. χερνῆσσα ib.<span class="bibl">1.250</span>. (Acc. to Hsch. from [[χέρνα]], ἡ [[poverty]]: but acc. to <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1277a38</span> <b class="b3">ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν</b>.)  
|Definition=ῆτος, Dor. [[χερνάς]], ᾶτος, ὁ, [[poor]], [[needy]], <b class="b3">ἐν χερνῆσι δόμοις</b> †''El.''207 (lyr.); χερνῆτα βίον ''AP''6.39 (Arch.); with fem. Subst., <b class="b3">γυνὴ χ.</b> Gal. ap. Orib.inc.22(6).13; χέρνης [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], but χερνής Hdn. †.1.64; fem. χερνῆσσα ib.1.250. (Acc. to [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] from [[χέρνα]], ἡ [[poverty]]: but acc. to [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1277a38 <b class="b3">ὁ ζῶν ἀπὸ τῶν χειρῶν</b>.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» ([[πρβλ]]. [[νῆμα]], [[νήθω]]), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>μισθ</i>-<i>αρνῶ</i>). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=-ῆτος, και χέρνης, -ητος, και δωρ. τ. [[χερνάς]], -ᾱτος, ό, και τ. θηλ. [[χερνῆτις]], -ήτιδος, και [[χερνῆσσα]], -ήσσης, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ζει από την [[εργασία]] τών χεριών του, [[χειρώνακτας]], [[φτωχός]] (α. «γυνὴ [[χερνῆτις]] [[ἀληθής]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «οἱ χερνῆτες<br />οὗτοι δ' εἰσίν, [[ὥσπερ]] σημαίνει καὶ τοὔνομ' αὐτούς, οἱ ζῶντες ἀπὸ τῶν χειρῶν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φτωχικός]], στερημένος (α. «ἐν χερνῆσι δόμοις», <b>Ευρ.</b><br />β. «χερνῆτα βίον», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει ως <i>α΄</i> συνθετικό τη λ. [[χείρ]] (για τη [[μορφή]] <i>χερ</i>- του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειρ]] και [[χέρνιψ]]), παραμένει, όμως, δυσερμήνευτη ως [[προς]] το β' συνθετικό. Κατά μία [[άποψη]], το β' συνθετικό της λ. ανάγεται στο ρ. <i>νέω</i> (ΙΙ) «[[γνέθω]]» ([[πρβλ]]. [[νῆμα]], [[νήθω]]), [[άποψη]] η οποία στηρίζεται στη [[χρήση]] του θηλ. [[χερνῆτις]] στον στ. Μ 433 της <i>Ιλιάδας</i> για μια [[γυναίκα]] που γνέθει. Στη [[συνέχεια]] η σημ. της λ. γενικεύθηκε σε «αυτός που δουλεύει με τα χέρια» και κατ' [[επέκταση]] «εγδεής, [[φτωχός]]». Ωστόσο, σημασιολογικά προβλήματα γεννά η [[παρουσία]] της λ. [[χείρ]] στον τ., η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί πλεοναστική και περιττή σε μια λ. που αναφέρεται σε [[εργασία]], όπως [[είναι]] το [[γνέσιμο]], όπου η [[χρήση]] τών χεριών θεωρείται αυτονόητη. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η οποία [[είναι]] πιθανή από σημασιολογική [[πλευρά]], [[αλλά]] προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, η λ. [[χερνής]] έχει προέλθει με [[απλολογία]] από έναν τ. <i>χερ</i>-<i>αρν</i>-<i>ητ</i>-, όπου το β' συνθετικό ανάγεται στο ρ. [[ἄρνυμαι]] «[[προσπαθώ]] να εξασφαλίσω, [[αποκτώ]], [[κερδίζω]]» ([[πρβλ]]. [[μισθαρνῶ]]). Τέλος, οι αρχαίοι γραμματικοί, προκειμένου να ερμηνεύσουν τη λ. [[χερνής]], υπέθεταν την ύπαρξη ενός κύριου τ. [[χέρνα]] με σημ. «[[πενία]]». Ο τ. [[χερνάς]] αναφέρεται ως δωρ. τ., η ύπαρξη του, όμως, δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}
{{lsm
{{lsm