Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνοίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνοίγνυμι''': Λυσ. 12. 10· ἀνοίγω. Πινδ. Π. 5. 119, Ἡρόδ. 3. 37, 117, καὶ Ἀττ.· Ἐπ. [[ἀναοίγω]] Ἰλ. Ω. 455· μεταγεν. ἀνοιγνύω, Δημ. Φαλ. 122, Παυσ. 8. 41, 4: - παρατ. ἀνέῳγον Ἰλ. Π. 221, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 1. 187, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[ἀνῷγεν]] Ἰλ. Ξ. 168· σπανίως ἤνοιγον Ξεν. Ἑλ. 1. 1, 2 καὶ 6, 21· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναοίγεσκον (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀνεῴγνυον Ἀππ. Ἐμφ. 4. 81, κτλ.: - μέλλ. ἀνοίξω Ἀριστοφ. Εἰρ. 179: - ἀόρ. ἀνέῳξα ὁ αὐτ. Σφ. 768, Θουκ. 2. 2· μετοχ. ἀνεῴξας Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4300d: Ὡσαύτως ἤνοιξα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 13 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰων. ἄνοιξα Ἡρόδ. 1. 68 (κοινῶς ἀνῷξα), 4. 143, 9. 118· ποιητ. ἀνῷξα Θεόκρ. 14 15: - πρκμ. ἀνέῳχα Δημ. 42. 30. 1048. 13, Μένανδ. ἐν «Θεττάλῃ» 3· [[ἀνέῳγα]] Ἀρισταίν. 2. 22· ὑπερσυντ. ἀνεῴγει Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 6 (ἴδε κατωτ.): - Παθ. ἀνοίγνυμαι Εὐρ. Ἴων 923, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326: μεταγενέστ. μέλλ. ἀνοιχθήσομαι Ἑβδ., Ἐπίκτ., κτλ.· ἀνοιγήσομαι Ἑβδ.· ἀνεῴξομαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14: - πρκμ. ἀνέῳγμαι Εὐρ., Θουκ., κλ.· ἀνῷγμαι Θεόκρ. 14. 47· μεταγεν. ἤνοιγμαι (δι-) ἐκ διορθώσεως τοῦ Λιττρὲ ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1229, πρβλ. Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 9: ὑπερσ. ἀνέῳκτο Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14· (ὁ πρκμ. β´ [[ἀνέῳγα]] εἴρηται μὲ παθητ. σημασ. ἐν Ἱππ. 269. 17., 502. 10, Πλούτ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικοῖς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν [[χωρίον]] τι τοῦ Δεινάρχ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 1. 52): - ἀόρ. ἀνεῴχθην Εὐρ. Ἴων 1563, ὑποτακτ. ἀνοιχθῇ Δημ. 44. 37, εὐκτ. ἀνοιχθείην Πλάτ. Φαίδων 59D· ἀνοιχθεὶς Θουκ. 4. 130, Πλάτ.· μεταγεν. ἠνοίχθην Παυσ. 2. 35, 4, Ἑβδ. καὶ ἀόρ. β´ ἠνοίγην Λουκ. Ἔρωτ. 14, κτλ. - Ἐν τῷ μεταγενεστέρῳ Ἑλληνισμῷ [[λίαν]] ἀνώμαλοι τύποι ἀπαντῶσιν: ἠνέῳξα Ἑβδ. (Γεν. η´, 6), Ἰώσηπ.· ἠνέῳγμαι Ἀποκάλ. ι´, 8, Ἡλιόδ. 9. 9· ἠνεῴχθην Ἑβδ. (Γεν. ζ´, 11)· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α´ ἀπαρ. ἀνωίξαι, Κόϊντ. Σμ. 12. 331· ἀνωίχθην Νόνν. Δ. 7. 317.
|lstext='''ἀνοίγνυμι''': Λυσ. 12. 10· ἀνοίγω. Πινδ. Π. 5. 119, Ἡρόδ. 3. 37, 117, καὶ Ἀττ.· Ἐπ. [[ἀναοίγω]] Ἰλ. Ω. 455· μεταγεν. ἀνοιγνύω, Δημ. Φαλ. 122, Παυσ. 8. 41, 4: - παρατ. ἀνέῳγον Ἰλ. Π. 221, καὶ ἀλλαχοῦ, Ἡρόδ. 1. 187, Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] [[ἀνῷγεν]] Ἰλ. Ξ. 168· σπανίως ἤνοιγον Ξεν. Ἑλ. 1. 1, 2 καὶ 6, 21· Ἰων. καὶ Ἐπ. ἀναοίγεσκον (ἴδε κατωτ.)· μεταγεν. ἀνεῴγνυον Ἀππ. Ἐμφ. 4. 81, κτλ.: - μέλλ. ἀνοίξω Ἀριστοφ. Εἰρ. 179: - ἀόρ. ἀνέῳξα ὁ αὐτ. Σφ. 768, Θουκ. 2. 2· μετοχ. ἀνεῴξας Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4300d: Ὡσαύτως ἤνοιξα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 13 καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Ἰων. ἄνοιξα Ἡρόδ. 1. 68 (κοινῶς ἀνῷξα), 4. 143, 9. 118· ποιητ. ἀνῷξα Θεόκρ. 14 15: - πρκμ. ἀνέῳχα Δημ. 42. 30. 1048. 13, Μένανδ. ἐν «Θεττάλῃ» 3· [[ἀνέῳγα]] Ἀρισταίν. 2. 22· ὑπερσυντ. ἀνεῴγει Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 6 (ἴδε κατωτ.): - Παθ. ἀνοίγνυμαι Εὐρ. Ἴων 923, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1326: μεταγενέστ. μέλλ. ἀνοιχθήσομαι Ἑβδ., Ἐπίκτ., κτλ.· ἀνοιγήσομαι Ἑβδ.· ἀνεῴξομαι Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14: - πρκμ. ἀνέῳγμαι Εὐρ., Θουκ., κλ.· ἀνῷγμαι Θεόκρ. 14. 47· μεταγεν. ἤνοιγμαι (δι-) ἐκ διορθώσεως τοῦ Λιττρὲ ἐν Ἱππ. Ἐπιδ. 1229, πρβλ. Ἰωσήπ. κατὰ Ἀπ. 2. 9: ὑπερσ. ἀνέῳκτο Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 14· (ὁ πρκμ. β´ [[ἀνέῳγα]] εἴρηται μὲ παθητ. σημασ. ἐν Ἱππ. 269. 17., 502. 10, Πλούτ., κτλ.· ἀλλ’ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττικοῖς, ἐὰν ἐξαιρέσωμεν [[χωρίον]] τι τοῦ Δεινάρχ. ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 1. 52): - ἀόρ. ἀνεῴχθην Εὐρ. Ἴων 1563, ὑποτακτ. ἀνοιχθῇ Δημ. 44. 37, εὐκτ. ἀνοιχθείην Πλάτ. Φαίδων 59D· ἀνοιχθεὶς Θουκ. 4. 130, Πλάτ.· μεταγεν. ἠνοίχθην Παυσ. 2. 35, 4, Ἑβδ. καὶ ἀόρ. β´ ἠνοίγην Λουκ. Ἔρωτ. 14, κτλ. - Ἐν τῷ μεταγενεστέρῳ Ἑλληνισμῷ [[λίαν]] ἀνώμαλοι τύποι ἀπαντῶσιν: ἠνέῳξα Ἑβδ. (Γεν. η´, 6), Ἰώσηπ.· ἠνέῳγμαι Ἀποκάλ. ι´, 8, Ἡλιόδ. 9. 9· ἠνεῴχθην Ἑβδ. (Γεν. ζ´, 11)· [[ὡσαύτως]] ἀόρ. α´ ἀπαρ. ἀνωίξαι, Κόϊντ. Σμ. 12. 331· ἀνωίχθην Νόνν. Δ. 7. 317.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνοίγνυμι]] (κ. [[ἀνοιγνύω]]) (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ανοίγω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοίγνῡμι:''' και ἀν-[[οίγω]], Επικ. ἀνα-[[οίγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· παρατ. [[ἀνέῳγον]], Επικ. επίσης <i>ἀν-ῷγον</i>, [[σπανίως]] <i>ἤνοιγον</i>, Ιων. και Επικ. <i>ἀνα-οίγεσκον</i>· μέλ. <i>ἀν-οίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-έῳξα</i> ή [[ἤνοιξα]], Ιων. <i>ἄνοιξα</i>, ποιητ. [[ἀνῷξα]], παρακ. <i>ἀν-έῳχα</i> ή <i>-έῳγα</i> — Παθ. ἀνοίγνυμαι, μέλ. <i>ἀν-εῴξομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έῳγμαι</i>, <i>-ῷγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀν-εῷκτο</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-εῴχθην</i>, υποτ. <i>ἀν-οιχθῶ</i>, ευκτ. <i>ἀν-οιχθείην</i>, <i>ἀν-οιχθείς</i>· αόρ. βʹ [[ἠνοίγην]]· στα μεταγεν. ελλην. συναντώνται ανώμαλοι τύποι <i>ἠνέῳξα</i>, <i>ἠνέῳγμαι</i>, <i>ἠνεῴχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανοίγω]] πόρτες κ.λπ.· <i>ἀναοίγεσκον κληῖδα</i>, προσπάθησαν να βάλουν [[πίσω]] το μοχλό ώστε να ανοίξουν την πόρτα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πύλας θύραν ἀν</i>., σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[ανοίγω]], [[φανερώνω]], <i>πῶμ' ἀνέῳγε</i>, αφαίρεσε το [[κάλυμμα]] και το άνοιξε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν</i>, σε Ευρ.· ἀν. [[οἶνον]], [[ανοίγω]] [[κρασί]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] ανοιχτό, [[ξεσκεπάζω]], [[αποκαλύπτω]], [[ξετυλίγω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[ναυτικός]] όρος, απόλ., ανοίγομαι στη [[θάλασσα]], [[φεύγω]] από την [[ξηρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι [[ανοιχτός]], [[στέκομαι]] [[ανοιχτός]], για πόρτες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κόλποι δι'[[ἀλλήλων]] ἀνοιγόμενοι, ανοίγοντας ο [[ένας]] μέσα στον [[άλλο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀνοίγνῡμι:''' και ἀν-[[οίγω]], Επικ. ἀνα-[[οίγω]], σε Ομήρ. Ιλ.· παρατ. [[ἀνέῳγον]], Επικ. επίσης <i>ἀν-ῷγον</i>, [[σπανίως]] <i>ἤνοιγον</i>, Ιων. και Επικ. <i>ἀνα-οίγεσκον</i>· μέλ. <i>ἀν-οίξω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-έῳξα</i> ή [[ἤνοιξα]], Ιων. <i>ἄνοιξα</i>, ποιητ. [[ἀνῷξα]], παρακ. <i>ἀν-έῳχα</i> ή <i>-έῳγα</i> — Παθ. ἀνοίγνυμαι, μέλ. <i>ἀν-εῴξομαι</i>, παρακ. <i>ἀν-έῳγμαι</i>, <i>-ῷγμαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἀν-εῷκτο</i>, αόρ. αʹ <i>ἀν-εῴχθην</i>, υποτ. <i>ἀν-οιχθῶ</i>, ευκτ. <i>ἀν-οιχθείην</i>, <i>ἀν-οιχθείς</i>· αόρ. βʹ [[ἠνοίγην]]· στα μεταγεν. ελλην. συναντώνται ανώμαλοι τύποι <i>ἠνέῳξα</i>, <i>ἠνέῳγμαι</i>, <i>ἠνεῴχθην</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανοίγω]] πόρτες κ.λπ.· <i>ἀναοίγεσκον κληῖδα</i>, προσπάθησαν να βάλουν [[πίσω]] το μοχλό ώστε να ανοίξουν την πόρτα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πύλας θύραν ἀν</i>., σε Αισχύλ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[λύνω]], [[ανοίγω]], [[φανερώνω]], <i>πῶμ' ἀνέῳγε</i>, αφαίρεσε το [[κάλυμμα]] και το άνοιξε, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀνοίξαντι κλῇδα φρενῶν</i>, σε Ευρ.· ἀν. [[οἶνον]], [[ανοίγω]] [[κρασί]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">3.</b> [[αφήνω]] ανοιχτό, [[ξεσκεπάζω]], [[αποκαλύπτω]], [[ξετυλίγω]], σε Σοφ.<br /><b class="num">4.</b> ως [[ναυτικός]] όρος, απόλ., ανοίγομαι στη [[θάλασσα]], [[φεύγω]] από την [[ξηρά]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., είμαι [[ανοιχτός]], [[στέκομαι]] [[ανοιχτός]], για πόρτες, σε Ηρόδ., Πλάτ.· κόλποι δι'[[ἀλλήλων]] ἀνοιγόμενοι, ανοίγοντας ο [[ένας]] μέσα στον [[άλλο]], σε Πλούτ.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀνοίγω]], Α και [[ἀνοιγνύω]] και [[ἀνοίγνυμι]])<br /><b>1.</b> [[αποφράσσω]] [[κάτι]], του [[αφαιρώ]] το [[κάλυμμα]]<br /><b>2.</b> (για δικαστικές πράξεις) [[αποσφραγίζω]] και [[κοινοποιώ]]<br /><b>3.</b> [[απομακρύνω]] από τη [[στεριά]], [[φέρνω]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]]<br /><b>4.</b> [[εγχειρίζω]], [[τέμνω]], [[κόβω]] το [[δέρμα]]<br /><b>5.</b> [[δημιουργώ]], [[ιδρύω]], [[συνιστώ]]<br /><b>6.</b> <b>μεσ.</b> [[ταξιδεύω]] στο ανοιχτό [[πέλαγος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[σκάβω]] τη γη για να [[κάνω]] [[αυλάκι]] ή θεμέλια<br /><b>2.</b> [[διανοίγω]], [[σχίζω]]<br /><b>3.</b> [[αρχίζω]], [[κάνω]] [[έναρξη]], [[ξεκινώ]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> (για καταστάσεις) [[προξενώ]], [[δημιουργώ]], [[βγάζω]] στη [[μέση]]<br /><b>5.</b> [[επιμηκύνω]], [[πλαταίνω]], [[φαρδαίνω]]<br /><b>6.</b> (για χρώματα ή χρωματισμούς) [[κάνω]] πιο φωτεινό, ανοιχτόχρωμο<br /><b>7.</b> (για πολυπληθείς συγκεντρώσεις) [[κάνω]] εύκολη τη [[διάβαση]], [[δημιουργώ]] [[πέρασμα]] σπρώχνοντας τον κόσμο<br /><b>8.</b> [[παύω]] να [[είμαι]] [[κλειστός]]<br /><b>9.</b> [[βλαστάνω]], [[ανθίζω]]<br /><b>10.</b> [[γίνομαι]] [[αίθριος]], [[φωτεινός]]<br /><b>11.</b> γεννιέμαι δημιουργούμαι<br />II. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[επεκτείνω]], [[μεγαλώνω]] τις επιχειρήσεις μου<br /><b>2.</b> [[αποτολμώ]], [[διακινδυνεύω]], ξανοίγομαι<br /><b>3.</b> [[ξοδεύω]] υπέρμετρα ξεπερνώντας τις δυνατότητες μου<br /><b>4.</b> (ειδ. φρ.) «ανοίγει η γη και με καταπίνει» — βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη [[θέση]], απελπίζομαι<br />«ανοίγει η [[καρδιά]] μου» — ανακουφίζομαι, [[χαίρομαι]]<br />«ανοίγει η [[μέση]] μου (ή τά νεφρά μου)» <br />α) κουράζομαι υπερβολικά<br />β) [[τρομάζω]] πολύ<br />«ανοίγει η [[μύτη]] μου» — αιμορραγεί<br />«ανοίγει η [[τύχη]] μου» — [[γίνομαι]] [[τυχερός]], [[πλουτίζω]]<br />«ανοίγουμε [[πηγαδάκι]]» — φλυαρούμε πολλή ώρα<br />«[[ανοίγω]] [[κουβέντα]]» — [[κάνω]] λόγο, [[ανακοινώνω]], «ανοίγουν τα μάτια μου» — διαφωτίζομαι<br />«δεν άνοιξε [[μύτη]] (ή [[ρουθούνι]])» — δεν έγινε ο [[παραμικρός]] [[τραυματισμός]], [[τίποτε]] σοβαρό<br />«[[ανοίγω]] (νέους) δρόμους (ή ορίζοντες)» — πρωτοπορώ, [[δημιουργώ]] [[νέες]] προοπτικές<br />«δεν [[ανοίγω]] [[βιβλίο]]» — δεν [[μελετώ]] [[καθόλου]]<br />«[[ανοίγω]] [[νοικοκυριό]] (ή σπιτικό)» — [[δημιουργώ]] δική μου [[οικογένεια]]<br />«[[ανοίγω]] πληγές (ή παλιούς καημούς)» — [[φέρνω]] στη [[θύμηση]] κάποιου δυσάρεστες μνήμες<br />«[[ανοίγω]] πυρ» — [[αρχίζω]] να [[πυροβολώ]]<br />«[[ανοίγω]] [[σπίτι]], [[μαγαζί]]...» [[κλέβω]] [[σπίτι]], [[μαγαζί]] κ.λπ. «[[ανοίγω]] τα αφτιά μου» — [[ακούω]] με [[μεγάλη]] [[προσοχή]]<br />«[[ανοίγω]] τα μάτια κάποιου» — [[κάνω]] κάποιον να μάθει [[κάτι]], τον [[διαφωτίζω]]<br />«[[ανοίγω]] τα μάτια μου» — [[ξυπνώ]]<br />«[[ανοίγω]] τα πανιά» [[αποπλέω]]<br />«[[ανοίγω]] τα στραβά μου» — [[προσέχω]], [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]]<br />«[[ανοίγω]] την [[αγκαλιά]] μου (σε κάποιον)» — [[υποδέχομαι]] κάποιον θερμά, τον [[καλοδέχομαι]]<br />«[[ανοίγω]] την [[καρδιά]] μου» — [[εκμυστηρεύομαι]], εξομολογούμαι<br />«[[ανοίγω]] τη [[σημαία]]» — [[ξεδιπλώνω]] τη [[σημαία]]<br />«[[ανοίγω]] το [[βήμα]]» — [[επιταχύνω]], βιάζομαι<br />«[[ανοίγω]] το [[πορτοφόλι]] (μου)» — [[δαπανώ]], [[μπαίνω]] σε έξοδα<br />«[[ανοίγω]] το [[σπίτι]] μου» — [[ετοιμάζω]] το [[σπίτι]] μου για να υποδεχθώ κόσμο<br />«[[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου» — [[κάνω]] αποκαλύψεις, [[φέρνω]] στο φως [[κάτι]] κρυφό και [[κακό]]<br />«[[ανοίγω]] τον λάκκο κάποιου» — επιβουλεύομαι κάποιον<br />«άνοιξε το [[κεφάλι]] (μου)» <b>(αμτβ.)</b><br />έσπασε το [[κεφάλι]] (μου)<br />«άνοιξαν τον τάφο του [[τάδε]] (ή τον [[τάδε]])» — έκαναν [[ανακομιδή]] των οστών του [[τάδε]]<br />«[[ανοίγω]] τον δρόμο» — [[προετοιμάζω]], [[προλειαίνω]] το [[έδαφος]]<br />«ανοίγει [[πληγή]]» <b>(αμτβ.)</b><br />γίνεται [[πληγή]], [[τραύμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αποκαλύπτω]], [[κάνω]] [[κάτι]] γνωστό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[οίγω]], [[οίγνυμι]]. Ο τ. με την [[πρόθεση]] <i>αν</i>(<i>α</i>)- [[είναι]] ο πιο [[εύχρηστος]], όπως μαρτυρούν οι παραδεδομένοι τύποι, και η [[πρόθεση]] συνδέθηκε τόσο [[στενά]] με το κύριο [[ρήμα]], ώστε να γίνεται αισθητό ως απλό και όχι ως σύνθετο, [[πράγμα]] που φαίνεται [[καθαρά]] από τη [[θέση]] της αύξησης και του αναδιπλασιασμού (πρβλ. <i>ήνοιγον</i>, <i>ήνοιξα</i>, <i>ηνοίχθην</i>, <i>ηνοίγην</i>, <i>ηνέωξα</i>, <i>ηνέωγμαι</i>, <i>ηνέωχα</i>) [[καθώς]] [[επίσης]] και από τη [[σύνθεση]] με άλλες προθέσεις, ενώ υπήρχε ήδη η <i>ανα</i>- (πρβλ. <i>παρ</i>-[[ανοίγνυμι]], <i>συνα</i>-[[ανοίγνυμι]], <i>σννα</i>-[[ανοίγω]], <i>υπ</i>-[[ανοίγω]]), <b>βλ.</b> [[επίσης]] [[οίγω]], [[οίγνυμι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άνοιγμα]], [[άνοιξη]] (-<i>ις</i>), [[ανοικτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανοιγή]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ανοιγευς</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανοικτήριον]] (-<i>χτήρι</i>), [[ανοιγμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[παρανοίγνυμι]], [[υπανοίγνυμι]], [[συνανοίγω]], [[υπανοίγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανοιγοκλείνω]], [[ανοιγοσφαλώ]]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[open]] doors, etc., ἀναοίγεσκον κληῖδα they [[tried]] to put [[back]] the [[bolt]] so as to [[open]] the [[door]], Il.; πύλας, θύραν ἀν., Aesch., Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[undo]], [[open]], πῶμ' ἀνέωιγε took off the [[cover]] and opened it, Il.; metaph., ἀνοίξαντι κληῖδα φρενῶν Eur.; ἀν. [[οἶνον]] to tap it, Theocr.<br /><b class="num">3.</b> to lay [[open]], [[unfold]], [[disclose]], Soph.<br /><b class="num">4.</b> as [[nautical]] [[term]], absol. to get [[into]] the [[open]] sea, get [[clear]] of [[land]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[open]], [[stand]] [[open]], of doors, Hdt., Plat.; κόλποι δ' [[ἀλλήλων]] ἀνοιγόμενοι [[opening]] one [[into]] [[another]], Plut.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[open]] doors, etc., ἀναοίγεσκον κληῖδα they [[tried]] to put [[back]] the [[bolt]] so as to [[open]] the [[door]], Il.; πύλας, θύραν ἀν., Aesch., Ar.<br /><b class="num">2.</b> to [[undo]], [[open]], πῶμ' ἀνέωιγε took off the [[cover]] and opened it, Il.; metaph., ἀνοίξαντι κληῖδα φρενῶν Eur.; ἀν. [[οἶνον]] to tap it, Theocr.<br /><b class="num">3.</b> to lay [[open]], [[unfold]], [[disclose]], Soph.<br /><b class="num">4.</b> as [[nautical]] [[term]], absol. to get [[into]] the [[open]] sea, get [[clear]] of [[land]], Xen.<br /><b class="num">II.</b> Pass. to be [[open]], [[stand]] [[open]], of doors, Hdt., Plat.; κόλποι δ' [[ἀλλήλων]] ἀνοιγόμενοι [[opening]] one [[into]] [[another]], Plut.
}}
}}