Anonymous

βίος: Difference between revisions

From LSJ
385 bytes removed ,  14 May 2023
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και βιος, το (AM [[βίος]], ο)<br /><b>1.</b> η ανθρώπινη ζωή<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] που ζει [[κανείς]] («[[αμέριμνος]] [[βίος]]», «[[ταλαίπωρος]] [[βίος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[χρόνος]], η [[διάρκεια]] της ζωής<br /><b>4.</b> η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η [[βιογραφία]]<br /><b>5.</b> τα [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]]<br /><b>6.</b> ο [[πλούτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρουσία]] του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («[[πολιτικός]] [[βίος]]», «[[δημόσιος]] [[βίος]]») κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βίος]] και [[πολιτεία]]» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόσμος]] της καθημερινότητας<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βίος]] [[καθώς]] και οι παράλληλοι τ. [[βίοτος]] και [[βιοτή]] προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>iy</i>(<i></i>)-, ενώ η υποτεθείσα για το [[βίος]] [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>iwo</i>- (δηλ. [[βίος]] <span style="color: red;"><</span> <i>βίFος</i>), από την οποία σχηματίστηκαν τα γοτθ. <i>qius</i>, αρχ. ιρλ. <i>beo</i> «[[ζωντανός]]», δεν [[είναι]] πιθανή. Από μορφολογικής απόψεως ο τ. [[βίοτος]] ίσως [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> <i>βιο</i>-. (Β' συνθετικό) [[αιωνόβιος]], [[αμφίβιος]], [[βραχύβιος]], [[έμβιος]], [[ημερόβιος]], [[θαλασσόβιος]], [[ισόβιος]], [[κοινόβιος]], [[λιμνόβιος]], [[λιτόβιος]], [[μακρόβιος]], [[νυκτόβιος]], [[ολιγόβιος]], [[ορεσίβιος]], [[σύμβιος]], [[σωσίβιος]], [[υγρόβιος]], [[φαυλόβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άβιος]], [[αβρόβιος]], <i>αγχίβιος</i>, [[αεξίβιος]], [[αθεσμόβιος]], [[αλειφόβιος]], [[αλιτρόβιος]], [[αλκίβιος]], [[αμαξόβιος]], [[αμαυρόβιος]], [[αμετρόβιος]], [[αμιμητόβιος]], <i>αναπηρόβιος</i>, <i>ανδρόβιος</i>, <i>απειρόβιος</i>, [[αποχειρόβιος]], <i>αργόβιος</i>, [[αργυρόβιος]], <i>αριστόβιος</i>, <i>αρπαξίβιος</i>, <i>αυξόβιος</i>, <i>αυχμηρόβιος</i>, [[δηρόβιος]], [[δύσβιος]], [[δωσίβιος]], [[έκβιος]], <i>ενυγρόβιος</i>, [[ενυδρόβιος]], [[εξαμηνόβιος]], [[επίβιος]], [[ερυθίβιος]], [[ερυσίβιος]], [[εύβιος]], [[εφημερόβιος]], [[ηδύβιος]], [[ημίβιος]], [[ιθύβιος]], [[κακόβιος]], [[καλόβιος]], [[κτησίβιος]], [[λαμπρόβιος]], [[λιπόβιος]], [[λυπρόβιος]], [[λυχνόβιος]], [[μεγαλόβιος]], [[μελάμβιος]], [[μελλέβιος]], [[μεσόβιος]], [[μιμόβιος]], [[μυρμηκόβιος]], [[ναυσίβιος]], [[νυκτερόβιος]], [[νυκτίβιος]], [[οικόβιος]], [[οικτρόβιος]], [[οιόβιος]], [[ολβιόβιος]], [[ομόβιος]], [[ομοιόβιος]], [[ορέσβιος]], [[παλίμβιος]], [[πυρίβιος]], [[ριγεσίβιος]], [[ρυπαρόβιος]], [[σκληρόβιος]], [[συκόβιος]], [[τηθίβιος]], [[τηλέβιος]], <i>τρυγύβιος</i>, [[τρυσίβιος]], [[τρυφερόβιος]], [[υλόβιος]], [[υπηνόβιος]], [[φερέσβιος]], <i>φοιόβιος</i>, [[χειρόβιος]], [[χερσόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελόβιος]], [[αερόβιος]], [[αισχρόβιος]], [[ακανθόβιος]], [[αναερόβιος]], [[βαθύβιος]], [[δασόβιος]], [[δενδρόβιος]], [[ελόβιος]], [[θαμνόβιος]], [[καφενόβιος]], [[λαθρόβιος]], [[μηχανόβιος]], [[μονόβιος]], <i>ντισκόβιος</i>, [[πλανόβιος]]. Απαντούν [[ακόμη]] τα ανθρωπωνύμια: <i>Αθηνόβιος</i>, <i>Ανχίβιος</i>, <i>Αριστόβιος</i>, <i>Αρχέβιος</i>, <i>Αυτόβιος</i>, <i>Δεξίβιος</i>, <i>Δωρόβιος</i>, <i>Ελκεβία</i>, <i>Εργόβιος</i>, <i>Ερμόβιος</i>, <i>Εύβιος</i>, <i>Ευθύβιος</i>, <i>Ευρησίβιος</i>, <i>Ζηλόβιος</i>, <i>Ζηνόβιος</i>, <i>Ζώβιος</i>, <i>Ηδύβιος</i>, <i>Θαρσύβιος</i>, <i>Θεόβιος</i>, <i>Καλλίβιος</i>, <i>Καϋοτρόβιος</i>, <i>Κλειτόβιος</i>, <i>Κτησίβιος</i>, <i>Μελάμβιος</i>, <i>Μηλόβιος</i>, <i>Μητρόβιος</i>, <i>Ονησίβιος</i>, <i>Ορόβιος</i>, <i>Πατρόβιος</i>, [[Πολύβιος]], <i>Σώβιος</i>, <i>Σωσίβιος</i>, <i>Φανόβιος</i>, <i>Χαιρέβιος</i>].
|mltxt=ο και βιος, το (AM [[βίος]], ο)<br /><b>1.</b> η ανθρώπινη ζωή<br /><b>2.</b> ο [[τρόπος]] που ζει [[κανείς]] («[[αμέριμνος]] [[βίος]]», «[[ταλαίπωρος]] [[βίος]]»)<br /><b>3.</b> ο [[χρόνος]], η [[διάρκεια]] της ζωής<br /><b>4.</b> η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η [[βιογραφία]]<br /><b>5.</b> τα [[αγαθά]], τα [[υπάρχοντα]]<br /><b>6.</b> ο [[πλούτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[παρουσία]] του ανθρώπου σε κάποιον τομέα της ζωής («[[πολιτικός]] [[βίος]]», «[[δημόσιος]] [[βίος]]») κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[βίος]] και [[πολιτεία]]» — για ανθρώπους με περιπετειώδη, όχι πολύ καθαρή ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κόσμος]] της καθημερινότητας<br /><b>2.</b> [[κατοικία]], [[διαμονή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[βίος]] [[καθώς]] και οι παράλληλοι τ. [[βίοτος]] και [[βιοτή]] προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή δισύλλαβη [[ρίζα]] g<sup>w</sup>iy(∂)-, ενώ η υποτεθείσα για το [[βίος]] [[ρίζα]] g<sup>w</sup>iwo- (δηλ. [[βίος]] <span style="color: red;"><</span> βίFος), από την οποία σχηματίστηκαν τα γοτθ. qius, αρχ. ιρλ. beo «[[ζωντανός]]», δεν [[είναι]] πιθανή. Από μορφολογικής απόψεως ο τ. [[βίοτος]] ίσως [[είναι]] [[νεώτερος]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ.</b> βιο-. (Β' συνθετικό) [[αιωνόβιος]], [[αμφίβιος]], [[βραχύβιος]], [[έμβιος]], [[ημερόβιος]], [[θαλασσόβιος]], [[ισόβιος]], [[κοινόβιος]], [[λιμνόβιος]], [[λιτόβιος]], [[μακρόβιος]], [[νυκτόβιος]], [[ολιγόβιος]], [[ορεσίβιος]], [[σύμβιος]], [[σωσίβιος]], [[υγρόβιος]], [[φαυλόβιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[άβιος]], [[αβρόβιος]], αγχίβιος, [[αεξίβιος]], [[αθεσμόβιος]], [[αλειφόβιος]], [[αλιτρόβιος]], [[αλκίβιος]], [[αμαξόβιος]], [[αμαυρόβιος]], [[αμετρόβιος]], [[αμιμητόβιος]], αναπηρόβιος, ανδρόβιος, απειρόβιος, [[αποχειρόβιος]], αργόβιος, [[αργυρόβιος]], αριστόβιος, αρπαξίβιος, αυξόβιος, αυχμηρόβιος, [[δηρόβιος]], [[δύσβιος]], [[δωσίβιος]], [[έκβιος]], ενυγρόβιος, [[ενυδρόβιος]], [[εξαμηνόβιος]], [[επίβιος]], [[ερυθίβιος]], [[ερυσίβιος]], [[εύβιος]], [[εφημερόβιος]], [[ηδύβιος]], [[ημίβιος]], [[ιθύβιος]], [[κακόβιος]], [[καλόβιος]], [[κτησίβιος]], [[λαμπρόβιος]], [[λιπόβιος]], [[λυπρόβιος]], [[λυχνόβιος]], [[μεγαλόβιος]], [[μελάμβιος]], [[μελλέβιος]], [[μεσόβιος]], [[μιμόβιος]], [[μυρμηκόβιος]], [[ναυσίβιος]], [[νυκτερόβιος]], [[νυκτίβιος]], [[οικόβιος]], [[οικτρόβιος]], [[οιόβιος]], [[ολβιόβιος]], [[ομόβιος]], [[ομοιόβιος]], [[ορέσβιος]], [[παλίμβιος]], [[πυρίβιος]], [[ριγεσίβιος]], [[ρυπαρόβιος]], [[σκληρόβιος]], [[συκόβιος]], [[τηθίβιος]], [[τηλέβιος]], τρυγύβιος, [[τρυσίβιος]], [[τρυφερόβιος]], [[υλόβιος]], [[υπηνόβιος]], [[φερέσβιος]], φοιόβιος, [[χειρόβιος]], [[χερσόβιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγελόβιος]], [[αερόβιος]], [[αισχρόβιος]], [[ακανθόβιος]], [[αναερόβιος]], [[βαθύβιος]], [[δασόβιος]], [[δενδρόβιος]], [[ελόβιος]], [[θαμνόβιος]], [[καφενόβιος]], [[λαθρόβιος]], [[μηχανόβιος]], [[μονόβιος]], ντισκόβιος, [[πλανόβιος]]. Απαντούν [[ακόμη]] τα ανθρωπωνύμια: Αθηνόβιος, Ανχίβιος, Αριστόβιος, Αρχέβιος, Αυτόβιος, Δεξίβιος, Δωρόβιος, Ελκεβία, Εργόβιος, Ερμόβιος, Εύβιος, Ευθύβιος, Ευρησίβιος, Ζηλόβιος, Ζηνόβιος, Ζώβιος, Ηδύβιος, Θαρσύβιος, Θεόβιος, Καλλίβιος, Καϋοτρόβιος, Κλειτόβιος, Κτησίβιος, Μελάμβιος, Μηλόβιος, Μητρόβιος, Ονησίβιος, Ορόβιος, Πατρόβιος, [[Πολύβιος]], Σώβιος, Σωσίβιος, Φανόβιος, Χαιρέβιος].
}}
}}
{{lsm
{{lsm