Anonymous

αὐτοκράτωρ: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "cȁr, impèrator, cȅsar" to "cȁr, impèrator, cȅsar")
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0398.png Seite 398]] ορος, ὁ, Selbstherrscher, mit unum schränkter Gewalt versehen, [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. τῆς πόλεως ἄρχειν Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα [[διατίθημι]], ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ. [[μάχη]], wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; [[βουλή]] Andoc. 1, 15; [[δύναμις]] Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; [[στρατηγός]] ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0398.png Seite 398]] ορος, ὁ, [[Selbstherrscher]], mit unum schränkter Gewalt versehen, [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. τῆς πόλεως [[ἄρχειν]] Plat. Legg. X, 875 b, u. öfter; τῶν εἰς τὸν πόλεμον Thuc. 3, 62; αὐτ. πάντα [[διατίθημι]], ich ordne alles nach eigenem Ermessen, 1, 126; αὐτ. [[μάχη]], wo jeder thut, was er will, 4, 126; mit dem inf., κολάσαι Dem. 59, 80; unabhängig, Xen. Mem. 2, 1, 21; von Völkern, Pol. 3, 17; πρέσβεις περὶ εἰρήνης, mit unumschränkter Vollmacht, Andoc. 3, 6; Lys. 13, 9 u. öfter; [[βουλή]] Andoc. 1, 15; [[δύναμις]] Pol. 6, 14; vgl. 18, 1, wo es, von den Pallisaden gesagt, Selbstständigkeit ist; [[στρατηγός]] ist der Diktator bei den Römern, 3, 86. Bei Sp. der römische Kaiser.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><i>voc.</i> αὐτοκράτορ;<br />qui ne dépend que de soi-même, indépendant ; [[νέος]] [[αὐτοκράτωρ]] XÉN jeune homme libre de ses actions ; [[ἄνδρες]] ἀρχὴν αὐτοκράτορες THC hommes investis de pleins pouvoirs, <i>càd</i> sans obligation de rendre compte à une assemblée ; [[αὐτοκράτωρ]] πρεσβεύς ambassadeur muni de pleins pouvoirs, plénipotentiaire ; στρατηγὸς [[αὐτοκράτωρ]] général en chef avec pleins pouvoirs ; avec un gén. [[αὐτοκράτωρ]] [[ἑαυτοῦ]] THC maître absolu de soi-même, <i>càd</i> complètement indépendant ; [[αὐτοκράτωρ]] τῆς τύχης THC maître absolu de la fortune ; [[αὐτοκράτωρ]] [[λογισμός]] THC raisonnement absolu, <i>càd</i> péremptoire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κρατέω]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><i>voc.</i> αὐτοκράτορ;<br />[[qui ne dépend que de soi-même]], [[indépendant]] ; [[νέος]] [[αὐτοκράτωρ]] XÉN jeune homme libre de ses actions ; [[ἄνδρες]] ἀρχὴν αὐτοκράτορες THC hommes investis de pleins pouvoirs, <i>càd</i> sans obligation de rendre compte à une assemblée ; [[αὐτοκράτωρ]] πρεσβεύς ambassadeur muni de pleins pouvoirs, plénipotentiaire ; στρατηγὸς [[αὐτοκράτωρ]] général en chef avec pleins pouvoirs ; avec un gén. [[αὐτοκράτωρ]] [[ἑαυτοῦ]] THC maître absolu de soi-même, <i>càd</i> complètement indépendant ; [[αὐτοκράτωρ]] τῆς τύχης THC maître absolu de la fortune ; [[αὐτοκράτωρ]] [[λογισμός]] THC raisonnement absolu, <i>càd</i> péremptoire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[κρατέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοκράτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες [[ἕκαστος]] ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, [[εἴτε]] κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· [[προσέτι]] αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους [[εἶναι]], τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ [[πλῆθος]] Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων [[ἀπόλυτος]], [[ἀνεύθυνος]], στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς [[ἐννέα]] ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων [[αὐτοκράτωρ]] ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· [[ὁπόθεν]] [[στρατηγία]] τις [[αὐτοκράτωρ]], πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· [[νοῦς]] αὐτ. (πρβλ. αὐτοκρατὴς) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ [[ταῦτα]] δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «[[ἔθος]] ὅν τοῦτο ἀνθρώποις [[ἀρχαῖον]], οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς [[κύριος]], [[ἑαυτοῦ]], τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], ἐντελῶς [[ἐλεύθερος]] νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18.
|lstext='''αὐτοκράτωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, (κρᾰτέω) [[ἑαυτοῦ]] [[κύριος]], [[ἑπομένως]], 1) ἐπὶ πόλεως ἀνεξαρτήτου ἢ πολιτῶν ἐλευθέρων, αὐτοξούσιος, Λατ. sui juris, πόλιν ἕξοντες [[ἕκαστος]] ἐλευθέραν, ἀφ’ ἧς αὐτοκράτορες ὄντες τὸν εὖ καὶ κακῶς δρῶντα ἐξ ἴσου ἀρετῇ ἀμυνούμεθα Θουκ. 4. 63· ἐπὶ παίδων εἰς ἥβην ὁρμωμένων, ἐν ᾗ οἱ νέοι ἤδη αὐτοκράτορες γιγνόμενοι δηλοῦσιν, [[εἴτε]] κτλ. Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 21. 2) ἐπὶ πρέσβεων καὶ ἐπιτρόπων ἐχόντων πλήρη ἐξουσίαν, αὐτοκράτορά τινα ἑλέσθαι, πληρεξούσιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 359· πρέσβεις ὁ αὐτ. Ὄρν. 1595, πρβλ. Λυσίαν. 130. 29· ξυγγραφεῖς Θουκ. 8. 67· [[προσέτι]] αὐτ. βουλὴ Ἀνδοκ. 3. 13, πρβλ. Ἑρμάνν. Πολιτ. Ἀρχ. § 125. 10· ἀποδεῖξαι δὲ ἄνδρας ὀλίγους ἀρχὴν αὐτοκράτορας καὶ μὴ πρὸς τὸν δῆμον τοὺς λόγους [[εἶναι]], τοῦ μὴ καταφανεῖς γίγνεσθαι τοὺς μὴ πείσαντας τὸ [[πλῆθος]] Θουκ. 5. 27. 3) ἐπὶ ἀρχόντων [[ἀπόλυτος]], [[ἀνεύθυνος]], στρατηγοὶ ὁ αὐτ. 6. 72· ἄρχοντες Ξεν. Ἀν 6. 1, 21· [[ἀνυπεύθυνος]] καὶ αὐτ. ἄρχειν Πλάτ. Νόμ. 875Β· ἐπιτρέψαντες τοῖς [[ἐννέα]] ἄρχουσι τὴν φυλακήν, καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι, νὰ διαθέσωσι τὰ πάντα κατ’ ἰδίαν βούλησιν, Θουκ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 299C· ἦρχε τῶν ἀκολουθούντων [[αὐτοκράτωρ]] ὤν, περὶ τοῦ Φιλίππου, Δημ. 305. 26· μόναρχοι Ἀριστ. Πολ. 4. 10, 2· [[ὁπόθεν]] [[στρατηγία]] τις [[αὐτοκράτωρ]], πρέπει νὰ γραφῇ (ἀντὶ αὐτοκρατόρων) ἐν 3. 14, 4· [[νοῦς]] αὐτ. (πρβλ. [[αὐτοκρατής]]) Ἀναξαγ. παρὰ Πλάτ. ἐν Κρατ. 413C: - [[ἐντεῦθεν]] ἐν χρήσει πρὸς μετάφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ Dictator, Πολύβ. 3. 86, 7, κτλ… μετὰ [[ταῦτα]] δὲ ἔλαβε τὴν σημερινὴν σημασίαν τοῦ αὐτοκράτορος, Πλουτ. Γάλβ. 1., κτλ. 4) ὁ μὴ δεχόμενος ἀντιλογίαν, εἰωθότες οἱ ἄνθρωποι οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἐλπίδι ἀπερισκέπτῳ διδόναι, ὅ δὲ μὴ προσίενται λογισμῷ αὐτοκράτορι διωθεῖσθαι, «[[ἔθος]] ὅν τοῦτο ἀνθρώποις [[ἀρχαῖον]], οὗ μὲν ἐπιθυμοῦσιν, ἀπερισκέπτως ἐλπίζειν καὶ δέχεσθαι, κἄν ἐπιβλαβὲς ᾖ καὶ σφαλερόν· ᾧ δὲ μὴ ἀρέσκονται, χρῆσθαι λογισμῷ αὐτοκράτορι πρὸς τὸ ἀπωθεῖσθαι τοῦτο κἄν ὠφέλιμον τύχῃ ὄν καὶ σωτήριον (Σχόλ.), Θουκ. 4. 108. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐντελὴς [[κύριος]], [[ἑαυτοῦ]], τῆς τύχης ὁ αὐτ. 3. 62., 4. 69: τῆς αὑτοῦ πορείας Πλάτ. Πολιτικ. 274 Α· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], ἐντελῶς [[ἐλεύθερος]] νὰ ἐπιορκήσῃ, Δημ. 215. 2: - μετ’ ἀπαρ., αὐτ. κολάσαι, ἔχων πλήρη ἐξουσίαν νὰ τιμωρήσῃ, ὁ αὐτ. 1372. 14. Κλητ.: ὦ αὐτοκράτορ Λουκ. Ὑπὲρ τοῦ ἐν προσαγ. Πταίσμ. 18.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[αυτοκράτειρα]], και [[αυτοκρατόρισσα]], η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>dictator</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>imperator</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
|mltxt=ο, θηλ. [[αυτοκράτειρα]], και [[αυτοκρατόρισσα]], η (AM [[αὐτοκράτωρ]], ο, [[αὐτοκράτειρα]], η)<br /><b>1.</b> ο [[μόνος]] [[κυρίαρχος]], ο [[απόλυτος]] [[μονάρχης]] μιας χώρας<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] ηγεμόνων κρατών που κυβερνώνται απολυταρχικά<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που ανήκει στον αυτοκράτορα, ο [[αυτοκρατορικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κύριος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[πληρεξουσιότητα]] να κάνει [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα ή πόλεις) [[ελεύθερος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>4.</b> (για νέους) [[έφηβος]]<br /><b>5.</b> «[[αυτοκρατής]]» — [[κυρίαρχος]] του [[εαυτού]] του<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], [[κατηγορηματικός]]<br /><b>7.</b> ο [[απόλυτος]] [[κύριος]] μιας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. [[αυτοκράτωρ]] [[είναι]] [[αρχαϊκός]] [[σχηματισμός]], όπου το β' συνθετικό [[κράτωρ]] πιθ. αποτελεί αρχαίο ουδέτερο, παράλληλο τ. του [[κράτος]], ενώ κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]] η λ. χρησιμοποιείται [[αντί]] του [[αυτοκρατής]] (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]], [[κρατώ]]), αναλογικά [[προς]] τα ονόματα σε -<i>τωρ</i>, τα οποία δηλώνουν τον δράστη της ενέργειας (πρβλ. [[ναυκράτωρ]]). Ο όρος [[αυτοκράτωρ]] απαντά στην Ιωνική-Αττική για να χαρακτηρίσει πρόσωπα ή πόλεις με τη [[σημασία]] «[[ανεξάρτητος]], [[κύριος]] του [[εαυτού]] του», απ' όπου στη συνέχειά προέκυψε η [[έννοια]] περιβεβλημένος με πλήρη [[εξουσία]]», σε μεταγενέστερους δε χρόνους η λ. χρησιμοποιείται ως [[τίτλος]] υπέρτατου άρχοντα των Ρωμαίων, [[απόδοση]] του ρωμαϊκού <i>[[dictator]]</i> <b>(Πολύβ.)</b> και <i>[[imperator]]</i> <b>(Πλουτ.)</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αυτοκρατορία]], [[αυτοκρατορικός]]].
}}
}}


{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκράτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ (κρᾰτέω)· [[κύριος]] του ίδιου του του [[εαυτού]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα ή πόλεις, [[ελεύθερος]] και [[ανεξάρτητος]], Λατ. [[sui]] juris, σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους πρέσβεις, αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]], [[πληρεξούσιος]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άρχοντες, [[απόλυτος]], [[αυθαίρετος]], [[δεσποτικός]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για συλλογισμό, [[αυθαίρετος]], αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απόλυτος]] [[κύριος]] κάποιου, [[ἑαυτοῦ]], στον ίδ.· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], εντελώς [[ελεύθερος]] να ορκιστεί [[ψευδώς]], να επιορκήσει, σε Δημ.
|lsmtext='''αὐτοκράτωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ (κρᾰτέω)· [[κύριος]] του ίδιου του του [[εαυτού]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> λέγεται για πρόσωπα ή πόλεις, [[ελεύθερος]] και [[ανεξάρτητος]], Λατ. [[sui juris]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τους πρέσβεις, αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]], [[πληρεξούσιος]], σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για άρχοντες, [[απόλυτος]], [[αυθαίρετος]], [[δεσποτικός]], στον ίδ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για συλλογισμό, [[αυθαίρετος]], αυτός που δεν δέχεται [[αντιλογία]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με γεν., [[απόλυτος]] [[κύριος]] κάποιου, [[ἑαυτοῦ]], στον ίδ.· τῆς ἐπιορκίας [[αὐτοκράτωρ]], εντελώς [[ελεύθερος]] να ορκιστεί [[ψευδώς]], να επιορκήσει, σε Δημ.
}}
}}
{{etym
{{etym