3,277,087
edits
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksenos | |Transliteration C=ksenos | ||
|Beta Code=ce/nos | |Beta Code=ce/nos | ||
|Definition=ὁ, Ep. and Ion. [[ξεῖνος]] (also freq. in | |Definition=ὁ, Ep. and Ion. [[ξεῖνος]] (also freq. in Pi., ''N.''7.61, al., used by Trag. metri gr. even in trim., mostly in voc., S.''OC''33, al., E.''IT''798 codd., ''El.''247), Aeol. ξέννος Hdn.Gr.2.302; scanned and written [[ξεῖνος]] in Theoc.28.6, 30.17: Aeol. Sup. [[ξεννότατος]] Sch. Tz. in ''An. Ox.'' 3.356.18 (sed v. fin.).<br><span class="bld">I</span> [[guest-friend]], applied to persons and states bound by a [[treaty]] or [[tie]] of [[hospitality]], Od.1.313, etc.; ξεῖνοι δὲ… εὐχόμεθ' εἶναι ἐκ πατέρων φιλότητος 15.196; ξ. πατρώϊός ἐσσι παλαιός Il.6.215; ξ. δ' ἀλλήλων πατρώϊοι εὐχόμεθ' εἶναι Od.1.187; φησὶ δ' Ὀδυσσῆος ξεῖνος πατρώϊος εἶναι 17.522; later freq. coupled with φίλος, Πλούταρχος ὁ τούτου ξένος καὶ φίλος D.21.110, cf. 18.46, X.''An.''2.1.5, Lys. 19.19; βασιλέως πατρικὸς ξ. Pl.''Men.''78d.<br><span class="bld">2</span> of parties giving or receiving [[hospitality]], Od.8.145, etc.; mostly of the [[guest]], opp. the [[host]], [[ξεινοδόκος|ξεινοδόκοι]] καὶ [[ξεῖνος]] ib.543, etc.; ἁ ξείνα = the [[visitor]], Theoc.2.154; of [[guest]]s at a [[club]], opp. [[σύνδειπνος|σύνδειπνοι]], ''PTeb.''118.4 (ii B. C.): less freq. of the [[host]], Il.15.532, A.R.1.208, ''Ep.Rom.''16.23, etc.: c. dat., ξεῖνός τινι Hdt.1.20,22, cf. Th.2.13, X.''An.''1.1.10, etc.; also ξ. τινός ib. 2.4.15.<br><span class="bld">II</span> [[stranger]], esp. [[wanderer]], [[refugee]] (under the protection of [[Ζεὺς ξένιος]]), sometimes coupled with [[ἱκέτης]], Ζεὺς [[ἐπιτιμήτωρ]] ἱκετάων τε ξείνων τε ξείνιος Od.9.270, cf. 8.546; with [[πτωχός]], πρὸς γὰρ Διός εἰσιν ἅπαντες ξεῖνοί τε πτωχοί τε 6.208.<br><span class="bld">III</span> generally, [[stranger]], [[foreigner]], opp. [[ἔνδημος]], Hes.''Op.''225; opp. [[ἀστός]], Pi.''O.''7.90, S.''OC''13, And.4.10, etc.; πολιατᾶν καὶ ξ. Pi.''I.''1.51, cf. A. ''Th.''924 (lyr.), Pl.''Grg.'' 473d, etc.; opp. [[ἐπιχώριος]], Id.''Men.''94d: coupled with [[μέτοικος]], Th. 4.90, cf. ''IG''12.39.53; with [[ἔπηλυς]], Luc.''Herm.''24; opp. [[a member of the family]], ''PMasp.''169.10 (vi A. D.), etc.<br><span class="bld">b</span> as a term of address to any [[stranger]], ὦ ξένε E.''Ion''247, Mosch.1.5, etc.; ὦ ξένη Pl.''Smp.'' 204c.<br><span class="bld">2</span> = [[βάρβαρος]], at Sparta, Hdt.9.11,55.<br><span class="bld">IV</span> [[hireling]], Od.14.102; esp. [[mercenary]] [[soldier]], IG12.949.89, X.''An.''1.1.10, D.18.152, etc.; ξ. ναυβάται Th.1.121: rarely simply, [[ally]], X.''Lac.'' 12.3.<br><span class="bld">B</span> as adjective ξένος, η, ον (also ος, ον E.''Supp.''94), Ion. [[ξεῖνος]], η, ον, [[foreign]], not in Hom. (in the phrases ξεῖνε πάτερ Od.7.28, ἄνθρωποι ξεῖνοι Il.24.202, both words are Subst.); freq. in later writers, ξείνα γαῖα Pi.''P.''4.118 codd.; ξένης ἐπὶ χθονός S.''OC''1256; γᾶς ἐπὶ ξένας ib. 1705 (lyr., cf. [[ξένη]]); [[ἐν ξένῃσι χερσί]] = by [[foreign]] [[hand]]s, Id.''El.''1141; ξ. δόμοι, [[πόλις]], etc., E.''Ph.''339 (lyr.), 369, etc.; of [[alien]] property, ξ. ἄρουραι ''PMasp.''295.22 (vi A.D.).<br><span class="bld">II</span> c. gen. rei, [[strange to]] a thing, [[unacquainted]] with, [[ignorant]] of it, ξ. τοῦ λόγου S.''OT''219, cf. ''AP''4.3a.37 (Agath.); ξ. τῶν διαθηκῶν τῆς ἐπαγγελίας ''Ep.Eph.''2.12, cf. ''BGU''405.12 (iv A. D.). Adv. [[ξένως]], ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως = I am a [[stranger]] to the [[mode]] of [[speech]], Pl.''Ap.''17d; ἔχειν τῆς διαλέκτου Them. ''Or.''21.253c.<br><span class="bld">III</span> [[strange]], [[unusual]], λόγοι A.''Pr.''688 (lyr.); τιμωρίαι Ti.Locr.104d; ποιεῖν ξένην τὴν διάλεκτον Arist.''Rh.''1404b11, cf. 1415a7; οὐδὲν ξ. ἐν τῷ παντὶ ἀποτελεῖται Epicur.''Fr.''266; τοῖς νέοις ποιεῖν ξένα τὰ φαῦλα Arist.''Pol.''1336b34; ξένα ταῖς ὄψεσι D.S.3.15; ὡς ξένου συμβαίνοντος I ''Ep.Pet.''4.12; διδαχαὶ ποικίλαι καὶ ξ. ''Ep.Hebr.''13.9; ξ. δαιμόνια ''Act.Ap.''17.18: Sup., πράξεων ὡς ξενοτάτων Phld.''Herc.''1251.5; ξ. αὐτῷ δοκεῖ τὸ πρᾶγμα Luc.''Cont.''13, etc. Adv. ξένως, λαλεῖν Phld.''P''0.5.12.<br><span class="bld">2</span> τοῦ πνεύματος… ῥύσις ὡς ξενωτάτη = [[air]] as [[fresh]] as [[possible]], Hp.''Nat.Hom.''9. (From [[ξένϝος]], cf. [[πρόξενϝος]] ''IG''9(1).867, [[Ξενϝάρης]] ib.869, [[Ξενϝοκλῆς]], [[Ξένϝων]], ib.4.315,348: hence it is improb. that the Aeol. form was [[ξέννος]].) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[ξένος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῖνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. [[ξένα]])<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]], [[αλλοδαπός]] (α. «το [[νησί]] [[κάθε]] [[καλοκαίρι]] γεμίζει από ξένους» β. «[[ξένα]] προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή [[είναι]] [[κτήμα]] άλλου, [[αλλότριος]] (α. «ξένες υποθέσεις» β. «[[ξένα]] πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[άγνοια]] για [[κάτι]] (α. «[[είμαι]] [[ξένος]] [[προς]] την [[υπόθεση]]» β. «ἁγὼ [[ξένος]] μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' [[ἐξερῶ]], [[ξένος]] δὲ τοῦ πραχθέντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξένος]]<br />καλεσμένος, φιλοξενούμενος, [[μουσαφίρης]] (α. «έχουμε [[κάθε]] [[Κυριακή]] ξένους στο [[σπίτι]]» β. «ἵν' [[ὅμως]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξένη]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῦν», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> [[άσχετος]], μη [[οικείος]], αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[ξένο]] [[σώμα]]» β. «εμπιστεύεται τα [[μυστικά]] της σε ξένους ανθρώπους»)<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]] («οι περισσότεροι που ήλθαν στη [[συνέλευση]] ήταν ξένοι για μένα»)<br /><b>4.</b> [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]] («ήταν [[πάντα]] [[ξένος]] σε όλα τα προβλήματα μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ξένα]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω [[μακριά]] στα [[ξένα]]», Πολίτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[ασυνήθιστος]] («πολλὰ τοιαῦτα [[ξένα]] καὶ ταῖς ὄψεσι καὶ ταῖς προσηγορίαις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[φίλος]] που φιλοξενείται, [[δηλαδή]] [[πολίτης]] άλλης πόλης με τον οποίο έχει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῖνοι δὲ... εὐχόμεθ' [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[απροστάτευτος]] περιπλανώμενος ή [[πρόσφυγας]] τον οποίο ο [[καθένας]] είχε [[υποχρέωση]] να υπερασπίζεται και ο [[οποίος]] είχε ως προστάτη τον <i>ξένιο Δία</i><br /><b>4.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[βάρβαρος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δουλεύει [[κοντά]] σε κάποιον με [[μισθό]], [[μισθωτός]]<br /><b>6.</b> [[στρατιώτης]] που υπηρετούσε σε [[άλλη]] [[πόλη]] με [[μισθό]], [[μισθοφόρος]] («καὶ αἰτεῖ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[σύμμαχος]]<br /><b>8.</b> (ως κλητ. [[προσφώνηση]]) ὦ <i>ξεῖνε</i><br />φίλε μου, αγαπητέ μου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ξένως]] (Α)<br /><b>1.</b> με ασυνήθιστο, με [[παράδοξο]] τρόπο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξένως]] ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως» — [[είμαι]] [[άπειρος]] με αυτόν τον τρόπο έκφρασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. [[ξένος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξένFοs</i>) συνδέεται σημασιολογικά με τα: γοτθ. <i>gasts</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>guest</i>), αρχ. σλαβ. <i>gosti</i> και λατ. <i>hosp</i><i>ē</i><i>s</i>, [[αλλά]], [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]] τών τ., μορφολογικά κριτήρια δυσχεραίνουν την ανεπιφύλακτη ετυμολογική [[σύνδεση]] τους. Στην αττική διάλεκτο η σίγηση του -<i>F</i>- από το [[σύμπλεγμα]] <i>νF</i>- γίνεται [[χωρίς]] [[αντέκταση]] (<i>ξενFos</i>, > [[ξένος]]), ενώ στην ιων. η [[αντέκταση]] δίνει -<i>ει</i>- ([[ξείνος]]) και στη δωρ, -<i>η</i>- (<i>ξῆνος</i>). Η αρχική σημ. της λ. [[ξένος]] ήταν</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών», με την [[έννοια]] του πολίτη άλλης πόλης με τον οποίο συνάπτει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του [[φίλος]]), που επικυρώνεται με αμοιβαία [[ανταλλαγή]] δώρων για τον εαυτό του και τους απογόνους του. Έτσι η σημ. της λ. [[ξένος]] αποδίδεται και σ' αυτόν που φιλοξενεί και σ' αυτόν που φιλοξενείται. Στη [[συνέχεια]], πιθ. λόγω του φιλοξενούμενου προσώπου που ήταν [[πολίτης]] άλλης πόλης, η [[λέξη]] έλαβε τη σημ. «[[αλλοεθνής]], [[αλλότριος]]» και στη στρατιωτική [[ορολογία]] τη σημ. «[[μισθοφόρος]]» και «[[σύμμαχος]]» λόγω φιλίας από [[φιλοξενία]]. Στη Νεοελληνική το [[επίθετο]] χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[άσχετος]], μη [[οικείος]], [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]]». Το επίθ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>ξεν</i>(<i>ο</i>)- σε μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξενία]], [[ξενίζω]], [[ξενικός]], [[ξενιτεύομαι]], [[ξενών]]( | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (ΑΜ [[ξένος]], -η, -ον, Α επικ. και ιων. τ. ξεῖνος, -η, -ον, αιολ. τ. ξέννος, -η, -ον, δωρ. τ. θηλ. [[ξένα]])<br /><b>1.</b> (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από [[άλλη]] [[χώρα]], [[αλλοδαπός]] (α. «το [[νησί]] [[κάθε]] [[καλοκαίρι]] γεμίζει από ξένους» β. «[[ξένα]] προϊόντα» γ. «εὐδαιμονιζόμενος ὑπό τῶν πολιτῶν καὶ τῶν ἄλλων ξένων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε άλλον ή [[είναι]] [[κτήμα]] άλλου, [[αλλότριος]] (α. «ξένες υποθέσεις» β. «[[ξένα]] πράγματα» γ. «ξένοι δόμοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει [[άγνοια]] για [[κάτι]] (α. «[[είμαι]] [[ξένος]] [[προς]] την [[υπόθεση]]» β. «ἁγὼ [[ξένος]] μὲν τοῦ λόγου τοῦδ' [[ἐξερῶ]], [[ξένος]] δὲ τοῦ πραχθέντος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ξένος]]<br />καλεσμένος, φιλοξενούμενος, [[μουσαφίρης]] (α. «έχουμε [[κάθε]] [[Κυριακή]] ξένους στο [[σπίτι]]» β. «ἵν' [[ὅμως]] τερπώμεθα πάντες, ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ξένη]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («ἐπὶ ξένης καταβιοῦν», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή προσιδιάζει σε αλλοδαπούς («ξένες συνήθειες»)<br /><b>2.</b> [[άσχετος]], μη [[οικείος]], αυτός που δεν σχετίζεται με κάποιον ή με [[κάτι]] (α. «[[ξένο]] [[σώμα]]» β. «εμπιστεύεται τα [[μυστικά]] της σε ξένους ανθρώπους»)<br /><b>3.</b> [[άγνωστος]] («οι περισσότεροι που ήλθαν στη [[συνέλευση]] ήταν ξένοι για μένα»)<br /><b>4.</b> [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]] («ήταν [[πάντα]] [[ξένος]] σε όλα τα προβλήματα μου»)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τα [[ξένα]]<br />η [[ξενιτιά]], η αλλοδαπή («θα φύγω, θα ξενιτευθώ, θα πάω [[μακριά]] στα [[ξένα]]», Πολίτ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παράξενος]], [[αλλόκοτος]], [[ασυνήθιστος]] («πολλὰ τοιαῦτα [[ξένα]] καὶ ταῖς ὄψεσι καὶ ταῖς προσηγορίαις», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[φίλος]] που φιλοξενείται, [[δηλαδή]] [[πολίτης]] άλλης πόλης με τον οποίο έχει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας για τον εαυτό του και τους απογόνους του («ξεῖνοι δὲ... εὐχόμεθ' [[εἶναι]] ἐκ πατέρων φιλότητος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φιλοξενεί κάποιον<br /><b>3.</b> [[κάθε]] [[απροστάτευτος]] περιπλανώμενος ή [[πρόσφυγας]] τον οποίο ο [[καθένας]] είχε [[υποχρέωση]] να υπερασπίζεται και ο [[οποίος]] είχε ως προστάτη τον <i>ξένιο Δία</i><br /><b>4.</b> (στη [[Σπάρτη]]) ο [[βάρβαρος]]<br /><b>5.</b> αυτός που δουλεύει [[κοντά]] σε κάποιον με [[μισθό]], [[μισθωτός]]<br /><b>6.</b> [[στρατιώτης]] που υπηρετούσε σε [[άλλη]] [[πόλη]] με [[μισθό]], [[μισθοφόρος]] («καὶ αἰτεῖ αὐτὸν εἰς δισχιλίους ξένους», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> [[σύμμαχος]]<br /><b>8.</b> (ως κλητ. [[προσφώνηση]]) ὦ <i>ξεῖνε</i><br />φίλε μου, αγαπητέ μου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ξένως]] (Α)<br /><b>1.</b> με ασυνήθιστο, με [[παράδοξο]] τρόπο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ξένως]] ἔχω τῆς [[ἐνθάδε]] λέξεως» — [[είμαι]] [[άπειρος]] με αυτόν τον τρόπο έκφρασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Το επίθ. [[ξένος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξένFοs</i>) συνδέεται σημασιολογικά με τα: γοτθ. <i>gasts</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών» (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>guest</i>), αρχ. σλαβ. <i>gosti</i> και λατ. <i>hosp</i><i>ē</i><i>s</i>, [[αλλά]], [[παρά]] τη σημασιολογική [[συγγένεια]] τών τ., μορφολογικά κριτήρια δυσχεραίνουν την ανεπιφύλακτη ετυμολογική [[σύνδεση]] τους. Στην αττική διάλεκτο η σίγηση του -<i>F</i>- από το [[σύμπλεγμα]] <i>νF</i>- γίνεται [[χωρίς]] [[αντέκταση]] (<i>ξενFos</i>, > [[ξένος]]), ενώ στην ιων. η [[αντέκταση]] δίνει -<i>ει</i>- ([[ξείνος]]) και στη δωρ, -<i>η</i>- (<i>ξῆνος</i>). Η αρχική σημ. της λ. [[ξένος]] ήταν</i> «φιλοξενούμενος» και «φιλοξενών», με την [[έννοια]] του πολίτη άλλης πόλης με τον οποίο συνάπτει [[κάποιος]] [[συνθήκη]] φιλοξενίας (<b>πρβλ.</b> τη σημ. του [[φίλος]]), που επικυρώνεται με αμοιβαία [[ανταλλαγή]] δώρων για τον εαυτό του και τους απογόνους του. Έτσι η σημ. της λ. [[ξένος]] αποδίδεται και σ' αυτόν που φιλοξενεί και σ' αυτόν που φιλοξενείται. Στη [[συνέχεια]], πιθ. λόγω του φιλοξενούμενου προσώπου που ήταν [[πολίτης]] άλλης πόλης, η [[λέξη]] έλαβε τη σημ. «[[αλλοεθνής]], [[αλλότριος]]» και στη στρατιωτική [[ορολογία]] τη σημ. «[[μισθοφόρος]]» και «[[σύμμαχος]]» λόγω φιλίας από [[φιλοξενία]]. Στη Νεοελληνική το [[επίθετο]] χρησιμοποιείται και με τη σημ. «[[άσχετος]], μη [[οικείος]], [[αδιάφορος]], [[ψυχρός]]». Το επίθ., [[τέλος]], εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη [[μορφή]] <i>ξεν</i>(<i>ο</i>)- σε μεγάλο αριθμό συνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ξενία]], [[ξενίζω]], [[ξενικός]], [[ξενιτεύομαι]], [[ξενών]] ([[ξενώνας]]), [[ξενώ]] ([[ξενώνω]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξενίδιον]], [[ξένιος]], [[ξενίς]], [[ξενόεις]], [[ξενοσύνη]], [[ξενύδριον]], [[ξενύλλιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξενάλια]], [[ξενιάζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ξεναγέτης]], [[ξεναγός]], [[ξενηλατώ]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοκρατούμαι]], [[ξενομανής]], [[ξενοπρεπής]], [[ξενόφιλος]], [[ξενόφωνος]]·, <b>αρχ.</b> [[ξεναγωγός]], [[ξεναπάτης]], [[ξενηδόκος]], [[ξενηλόγιον]], [[ξενοβόρος]], [[ξενοδαΐκτης]], [[ξενοδαίτης]], [[ξενοδίκαι]], [[ξενοδόκος]], [[ξενοδώτης]], [[ξενοθάνατος]], [[ξενόθηλυς]], [[ξενοθρέπτης]], [[ξενοκαδής]], [[ξενοκρίτης]], [[ξενοκτόνος]], [[ξενολεκτώ]], [[ξενολόγος]], [[ξενοπαγής]], [[ξενοπαθώ]], [[ξενοπρόσωπος]], [[ξενορρυής]], [[ξενοσσόος]], [[ξενόστασις]], [[ξενόστομος]], [[ξενότιμος]], [[ξενοτόκος]], [[ξενοφόνος]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξενοχαρής]], [[ξενώνυμος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ξενήκουστος]], [[ξενοθυτώ]], [[ξενοπολίτης]], [[ξενοτάφιον]], [[ξενοτρόφος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ξενοδεκτώ]], [[ξενοκομείον]], [[ξενοκουρίτης]], [[ξενοποικιλόπτερος]], [[ξενόπτερος]], [[ξενόσπορος]], [[ξενότελος]], [[ξενουργώ]], [[ξενοφυής]], [[ξενοχειροτόνητος]],<br />[[ξενόχροος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ξενότροπος]], [[ξενοφανής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ξενοβλάστες]], [[ξενογαμία]], [[ξενογένεση]], [[ξενόγλωσσος]], [[ξενοδιαγνωστική]], [[ξενοδουλεύω]], [[ξενόδουλος]], [[ξενοθάβομαι]], [[ξενοκίνητος]], [[ξενοκληρία]], [[ξενοκοιμάμαι]]> [[ξενοκρατία]], [[ξενολάτρης]], [[ξενολόγημα]], [[ξενομερίτης]], [[ξενόμορφος]], [[ξενοπαρασιτισμός]], [[ξενοπλανημένος]], [[ξενοπλαστικός]], [[ξενοπλένω]], [[ξενόπους]], <i>ξενοπτερύγιο</i>, [[ξενοράβω]], [[ξενόρρυγχος]], <i>ξενοτροπία</i>, [[ξενόφερτος]], [[ξενοφιλεύω]], <i>ξενοφοδία</i>, <i>ξενόφοδος</i>. (Β συνθετικό) [[άξενος]], [[απόξενος]], [[αφιλόξενος]], [[μισόξενος]], [[παράξενος]],<br />[[πρόξενος]], [[φιλόξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλιτόξενος]], [[απρόξενος]], [[αστόξενος]], <i>αστύξενος</i>, [[διειρωνόξενος]], [[δορύξενος]], [[δύσξενος]], [[εθελοπρόξενος]], [[επίξενος]], [[εύξενος]], [[εχθρόξενος]], [[θεμίξενος]], [[ιδιόξενος]], [[ισοπρόξενος]], [[κακόξενος]], [[μητρόξενος]], [[πάγξενος]], [[πολύξενος]], [[φυγόξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αντιπρόξενος]], <i>αρχιπρόξενος</i>, [[γεροπαράξενος]], [[πεντάξενος]], [[τερμιτόξενος]], [[υποπρόξενος]]].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>εντομολ.</b> ο τρύγγος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>xenos</i> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[foreigner]], [[guest]], [[guestfriend]], [[host]] (Il.), [[mercenary]], [[soldier]] (ξ 102, Att.); [[ξένη]] (scil. [[γυνή]], [[γῆ]]) f. [[the foreign]], [[foreign country]] (trag., X.); adj. [[foreign]] (posthom.).<br />Other forms: ep. Ion. poet. [[ξεῖνος]], Dor. | |etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[foreigner]], [[guest]], [[guestfriend]], [[host]] (Il.), [[mercenary]], [[soldier]] (ξ 102, Att.); [[ξένη]] (scil. [[γυνή]], [[γῆ]]) f. [[the foreign]], [[foreign country]] (trag., X.); adj. [[foreign]] (posthom.).<br />Other forms: ep. Ion. poet. [[ξεῖνος]], Dor. ξένϜος (in Cor. ΞενϜοκλῆς, Corc. El. ΞενϜάρης), [[ξῆνος]] (Cyr. Φιλόξηνος), (hyper)Aeol. [[ξέννος]] (Hdn.; vgl. Schwyzer 228), (?),<br />Dialectal forms: Myc. kesenuwo /ksenwos/<br />Compounds: Many compp., e.g. [[ξενοδόκος]], [[ξεινοδόκος]] m. [[receiving foreigners]], [[guest]]s, [[host]] (Il.), [[φιλόξενος]], [[φιλόξεινος]] = [[loving guests]], [[hospitable]] (Od.; on the verbal function of the 1. element Schwyzer 442), [[πρόξενος]], Corc. πρόξενϜος m. [[deputy guest]], [[state guest]] (posthom.; Risch IF 59, 38 f.); on [[Εὔξεινος]] ([[πόντος]]) s. v.<br />Derivatives: A. Adj. 1. [[ξένιος]], [[ξείνιος]] [[regarding the foreigner]], [[τὰ ξείνια]] = [[gust-gifts]] (Il.; Myc. kesenuwija); 2. younger [[ξεινικός]], [[ξενικός]] <b class="b2">id.</b> (IA.; Chantraine Études, s. Index); 3. [[ξεινήϊος]] in [[τὰ ξεινήϊα]] (<b class="b3">τὸ ξ-ον</b>) = [[τὰ ξείνια]] (Hom.), after [[πρεσβήϊα]] (Risch ̨ 46); 4. [[ξενόεις]] = [[full of foreigners]] (E. in lyr.). B. Subst. 1. [[ξεινίη]], [[ξενία]] f. [[guest-friendship]], [[guest-right]] (since [[ω]]); 2. [[ξεινοσύνη]], [[ξενοσύνη]] f. [[hospitality]] (φ 35; Porzig Satzinhalte 226, Wyss [[ξενοσύνη]] 26); 3. [[ξενών]], ξενῶνος m. [[guestroom]], [[guest-house]] (E., Pl.; cf. H.Bolkestein [[Ξενών]] [MAWNeth. 84 B: 3] 1937); <b class="b3">ξενῶνες οἱ ἀνδρῶνες ὑπὸ Φρυγῶν</b> H.; after Pisani AnFilCl 6, 211ff. to the family of [[χθών]](?); 4. [[ξενίς]], <b class="b3">-ίδος</b> f. [[road leading into foreign countries]] (Delph. IIa); 5. [[ξενίδιον]] n. small [[guesthouse]] (pap. IIIp); 6. [[ξενύδριον]] (Men.), [[ξενύλλιον]] (Plu.) depreciatory dimin. of [[ξένος]] (Chantraine Form. 73 f.). C. Verbs. 1. [[ξεινίζω]], [[ξινίζω]], [[receive guestly]], [[hospitalize]] (Il.), also [[wonder]] (hell.) with [[ξένισις]] f. [[hospitality]] (Th.), [[ξενισμός]] m. <b class="b2">id.</b> (Pl., inscr., Luc.), also [[wonder]], [[innovation]] (Plb., D. S., Dsc.); [[ξενιστής]] m. [[host]] (sch.). 2. [[ξεινόομαι]], [[ξινόομαι]] = [[accept as a guest]] (Pi., IA.), also [[live in foreign country]], [[go in foreign country]] (S., E.), [[ξεινόω]] embessle (Hld.); [[ξένωσις]] f. [[residence abroad]] (E. HF 965; cf. v. Wilamowitz ad loc.). 3. [[ξενιτεύομαι]] [[serve as soldier abroad]] (Isoc., Antiph.), <b class="b3">-ω</b> [[live abroad]] (Timae. Hist., J.); after [[πολιτεύομαι]], <b class="b3">-ω</b>: [[πολίτης]]: [[πόλις]] (Georgacas Glotta 36, 173); [[ξενιτεία]] f. [[mercenary]], [[live abroad]] (Democr., LXX), [[ξενιτευτής]] m. [[who lives abroad]] (VIp).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Isolated. The semantic agreement with the old word for [[foreigner]], [[guest]] in Lat. [[hostis]] m. [[foreigner]], [[enemy]], Germ., e.g. Goth. gasts [[guest]], OCS gostь <b class="b2">id.</b>, IE <b class="b2">*ghosti-s</b>, led to attempts, to connect them also formally, which is possible omly with a mechanic and arbitrary analysis: <b class="b3">*ξ-εν-Ϝος</b> to a sero grade and nasalized present <b class="b2">*ghs-en-u̯ō</b> (Brugmann IF 1, 172ff.; s also Schwyzer 329 and Pisani Ist. Lomb. 73: 2, 30). Other explanations, also to be rejected, in Bq, WP. 1, 640f., W.-Hofmann s. [[hostis]]. -- Jokl (IF 37, 93, after Pedersen) wants to find a lengthened grade <b class="b2">*ghsēn-</b> in Alb. [[huai]] [[foreign]]. Very uncertein Newphryg. voc. [[ξευνε]]; on it with a Illyrian hypothesis v. Blumenthal Glotta 20, 288. Is it Pre-Greek? | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 53: | Line 53: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενϝο-ς = [[ξένος]]). ἰων. [[τύπος]] [[ξεῖνος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ξενία]] (=[[φιλοξενία]]), [[ξενίζω]] (=[[φιλεύω]]), [[ξενικός]], [[ξένιος]], [[ξένισις]], [[ξένισμα]], [[ξενισμός]], [[ξενιστέον]], [[ξενιστής]], [[ξενών]], ξενιτεύομαι, [[ξενιτεία]], [[ξενόω]] (=[[φιλοξενῶ]]) καί μέσο ξενοῦμαι, [[ξένωσις]] (παράξενο), [[ἀποξένωσις]] καί τά σύνθετα: [[ξεναγός]], [[ξενηλασία]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοδαΐκτης]], ου ([[δαΐζω]]), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φιλοξενούμενους), [[ξενοδαίτης]], -ου ( | |mantxt=Πρωτότυπη λέξη (ξ-ενϝο-ς = [[ξένος]]). ἰων. [[τύπος]] [[ξεῖνος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ξενία]] (=[[φιλοξενία]]), [[ξενίζω]] (=[[φιλεύω]]), [[ξενικός]], [[ξένιος]], [[ξένισις]], [[ξένισμα]], [[ξενισμός]], [[ξενιστέον]], [[ξενιστής]], [[ξενών]], ξενιτεύομαι, [[ξενιτεία]], [[ξενόω]] (=[[φιλοξενῶ]]) καί μέσο ξενοῦμαι, [[ξένωσις]] (παράξενο), [[ἀποξένωσις]] καί τά σύνθετα: [[ξεναγός]], [[ξενηλασία]], [[ξενοδόχος]], [[ξενοδαΐκτης]], ου ([[δαΐζω]]), (=αὐτός πού σκοτώνει ξένους ἤ φιλοξενούμενους), [[ξενοδαίτης]], -ου ([[δαίσω]], [[δαίς]]) (=αὐτός πού κατατρώει [[τούς]] ξένους). | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |