Anonymous

εἴδω: Difference between revisions

From LSJ
8,633 bytes removed ,  26 May 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<<><>>" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eido
|Transliteration C=eido
|Beta Code=ei)/dw
|Beta Code=ei)/dw
|
|
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἴδω:''' (<i>√ϜΙΔ</i>, Λατ. [[video]]), [[βλέπω]]· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., [[αλλά]] χρησιμ. το [[ὁράω]] στη [[θέση]] του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ [[εἶδον]] διατηρεί την κύρια [[σημασία]] του «[[βλέπω]]»· αντίθ. ο παρακ. [[οἶδα]] (έχω δει) σημαίνει «[[γνωρίζω]]» και χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. βʹ [[εἶδον]], Επικ. [[χωρίς]] αύξ. [[ἴδον]], Ιων. γʹ ενικ. [[ἴδεσκε]]· προστ. [[ἴδε]] (ως επίρρ. [[ἰδέ]], [[ecce]])· υποτ. [[ἴδω]], Επικ. <i>ἴδωμι</i>· ευκτ. <i>ἴδοιμι</i>· απαρ. [[ἰδεῖν]], Επικ. [[ἰδέειν]], μτχ. [[ἰδών]]· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. [[ἰδησῶ]]· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>εἰδόμην</i>, Επικ. <i>ἰδόμην</i>· προστ. [[ἰδοῦ]] (ως επίρρ. [[ἰδού]], [[ecce]])· υποτ. <i>ἴδωμαι</i>, ευκτ. <i>ἰδοίμην</i>, απαρ. [[ἰδέσθαι]], μτχ. <i>ἰδόμενος</i>· [[ὄψομαι]], χρησιμ. ως μέλ., <i>ἑόρᾱκα</i> ή <i>ἑώρᾰκα</i>, ως παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[αντικρύζω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μετά]] από ουσ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]], αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]], [[προσβλέπω]], [[ατενίζω]], εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], [[κοιτάζω]] στο [[πρόσωπο]], κατά [[πρόσωπο]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, ἀχρεῖον [[ἰδών]], [[δείχνω]] [[ανήμπορος]], [[αμήχανος]], [[αδέξιος]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βλέπω]] πνευματικά, διανοητικά, [[ἰδέσθαι]] ἐν φρεσίν, «[[βλέπω]] στο [[μάτι]] του μυαλού του», σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ενεστ. [[εἴδομαι]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἐείδεται</i>, αόρ. αʹ [[εἰσάμην]], Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. <i>ἐείσαο</i>, <i>-ατο</i>, Λατ. videro, είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], <i>εἴδεται ἄστρα</i>, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[φαίνομαι]] ή [[φαίνομαι]] ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον [[εἴσατο]], στο ίδ.· [[ακόμη]], εἴστα' [[ἴμεν]], προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αυστηρά Μέση [[σημασία]], με δοτ., [[ἐείσατο]] φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο [[πολίτης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[γίνομαι]] όμοιος (στη [[μορφή]] με κάποιον), στο ίδ. <b>Β.</b> παρακ. [[οἶδα]], έχω δει, δηλ. [[γνωρίζω]], ως ενεστ.· υπερσ. [[ᾔδειν]], [[ᾔδεα]], Αττ. [[ᾔδη]], γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. [[οἶσθα]], [[σπανίως]], [[οἶδας]]· πληθ. [[ἴσμεν]] (Επικ. και Δωρ. [[ἴδμεν]]), [[ἴστε]], [[ἴσασι]], [[σπανίως]] <i>οἴδαμεν</i>, <i>-ατε</i>, <i>-ᾶσι</i>· προστ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]] (Βοιωτ. [[ἴττω]])· υποτ. [[εἰδῶ]], Επικ. [[ἰδέω]], πληθ. [[εἴδομεν]], Επικ. αντί <i>εἰδῶμεν</i>, [[εἴδετε]] αντί <i>εἴδητε</i>, ευκτ. [[εἰδείην]], απαρ. [[εἰδέναι]], Επικ. [[ἴδμεναι]], [[ἴδμεν]], μτχ. [[εἰδώς]], <i>εἰδυῖα</i>, Επικ. [[ἰδυῖα]], υπερσ. [[ᾔδη]], [[ᾔδησθα]] ([[σπανίως]] <i>ᾔδης</i>), [[ᾔδη]]· Αττ. επίσης [[ᾔδειν]], Ιων. [[ᾔδεα]], <i>ᾔδεε</i>· Επικ. επίσης <i>ἠείδης</i>, [[ἠείδη]], Αττ. αʹ πληθ. <i>ᾔδειμεν</i>, [[ᾔδεμεν]], βʹ πληθ. <i>ᾔδειτε</i>, γʹ πληθ. [[ᾔδεσαν]]· επίσης, βραχύτεροι τύποι [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἴσαν]]· μέλ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἴσομαι]] ή [[εἰδήσω]], Επικ. απαρ. <i>εἰδήσεμεν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γνωρίζω]], εὖ [[οἶδα]], [[γνωρίζω]] [[καλά]]· εὖ [[ἴσθι]], βεβαιώσου· [[συχνά]] με αιτ. πράγμ., <i>νοήματα οἶδε</i>, [[μήδεα]] οἶδε, είναι [[ἔμπειρος]] σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, <i>πεπνυμένα</i>, <i>φίλα</i>, ἀθεμίστια [[εἰδώς]], στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ [[εἰδώς]], [[επιδεξιότητα]] στη [[χρήση]] του τόξου· οἰωνῶν [[σάφα]] [[εἰδώς]], σε Ομήρ. Οδ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[αναγνωρίζω]] τη [[χάρη]], το [[χρέος]] σε κάποιον, [[οφείλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, [[ἴστω]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[αὐτός]], [[μάρτυς]] μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. [[ἴττω]] [[Ζεύς]], [[ἴττω]], σε Αριστοφ.· -[[εἰδώς]] απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' [[ἀγορεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰδυίῃσι πραπίδεσσι</i>, με μορφωμένο [[μυαλό]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[γνωρίζω]] με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω [[κάτι]], στο ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[γνωρίζω]] πώς έχει η [[κατάσταση]], [[ἴσθι]] μοι [[δώσων]], [[γνωρίζω]] ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον [[ἴσμεν]] ἐλθόντα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οὐκ οἶδ' εἰ</i>, δεν [[γνωρίζω]] αν..., δηλώνει [[δυσπιστία]], ως το Λατ. [[nescio]] an [[non]], <i>οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> [[οἶδα]] ή [[ἴσθι]] [[συχνά]] παρενθετικά, οἶδ' [[ἐγώ]], στον ίδ.· οἶδ' [[ὅτι]], οἶσθ' [[ὅτι]], ἴσθ' [[ὅτι]], [[πάρειμι]], σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' [[ὅτι]], σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, <i>οἶσθ' n δρᾶσον</i>· ισοδύν. του <i>δρᾶσον - οἶσθ' ὅ</i>, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i> κ.λπ.
|lsmtext='''εἴδω:''' (<i>√ϜΙΔ</i>, Λατ. [[video]]), [[βλέπω]]· δεν χρησιμ. στον Ενεργ. ενεστ., [[αλλά]] χρησιμ. το [[ὁράω]] στη [[θέση]] του· ενεστ. στη Μέσ. υπάρχει, βλ. κατωτ.· ο αόρ. βʹ [[εἶδον]] διατηρεί την κύρια [[σημασία]] του «[[βλέπω]]»· αντίθ. ο παρακ. [[οἶδα]] (έχω δει) σημαίνει «[[γνωρίζω]]» και χρησιμ. ως ενεστ.<br /><b class="num">Α.</b> αόρ. βʹ [[εἶδον]], Επικ. [[χωρίς]] αύξ. [[ἴδον]], Ιων. γʹ ενικ. [[ἴδεσκε]]· προστ. [[ἴδε]] (ως επίρρ. [[ἰδέ]], [[ecce]])· υποτ. [[ἴδω]], Επικ. <i>ἴδωμι</i>· ευκτ. <i>ἴδοιμι</i>· απαρ. [[ἰδεῖν]], Επικ. [[ἰδέειν]], μτχ. [[ἰδών]]· απ' όπου σχηματίζεται μέλ. [[ἰδησῶ]]· Μέσ. αόρ. βʹ χρησιμ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], <i>εἰδόμην</i>, Επικ. <i>ἰδόμην</i>· προστ. [[ἰδοῦ]] (ως επίρρ. [[ἰδού]], [[ecce]])· υποτ. <i>ἴδωμαι</i>, ευκτ. <i>ἰδοίμην</i>, απαρ. [[ἰδέσθαι]], μτχ. <i>ἰδόμενος</i>· [[ὄψομαι]], χρησιμ. ως μέλ., <i>ἑόρᾱκα</i> ή <i>ἑώρᾰκα</i>, ως παρακ.·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[βλέπω]], [[διακρίνω]], [[αντικρύζω]], [[παρατηρώ]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[μετά]] από ουσ., [[θαῦμα]] [[ἰδέσθαι]], αυτό που είναι υπέροχο να το βλέπεις, σε Ομήρ. Ιλ.· οἰκτρὸς [[ἰδεῖν]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[κοιτάζω]], [[προσβλέπω]], [[ατενίζω]], εἰς ὦπα [[ἰδέσθαι]], [[κοιτάζω]] στο [[πρόσωπο]], κατά [[πρόσωπο]], σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[κοιτάζω]] με τον ένα ή τον [[άλλο]] τρόπο, ἀχρεῖον [[ἰδών]], [[δείχνω]] [[ανήμπορος]], [[αμήχανος]], [[αδέξιος]], στο ίδ.<br /><b class="num">4.</b> [[βλέπω]] πνευματικά, διανοητικά, [[ἰδέσθαι]] ἐν φρεσίν, «[[βλέπω]] στο [[μάτι]] του μυαλού του», σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ. ενεστ. [[εἴδομαι]], Επικ. γʹ ενικ. <i>ἐείδεται</i>, αόρ. αʹ [[εἰσάμην]], Επικ. βʹ και γʹ πρόσ. <i>ἐείσαο</i>, <i>-ατο</i>, Λατ. videro, είμαι [[ορατός]], [[φαίνομαι]], <i>εἴδεται ἄστρα</i>, είναι ορατά, φαίνονται, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[φαίνομαι]] ή [[φαίνομαι]] ότι είμαι, τοῦτό μοι κάλλιστον εἴδεται [[εἶναι]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, με απαρ. που παραλείπεται, τόγεκέρδιον [[εἴσατο]], στο ίδ.· [[ακόμη]], εἴστα' [[ἴμεν]], προσποιήθηκε ότι έφυγε, αποχώρησε, στο ίδ.<br /><b class="num">3.</b> με αυστηρά Μέση [[σημασία]], με δοτ., [[ἐείσατο]] φθογγὴν Πολίτῃ, έκανε τον εαυτό της να ακουστεί όπως ο [[πολίτης]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης [[γίνομαι]] όμοιος (στη [[μορφή]] με κάποιον), στο ίδ. <b>Β.</b> παρακ. [[οἶδα]], έχω δει, δηλ. [[γνωρίζω]], ως ενεστ.· υπερσ. [[ᾔδειν]], [[ᾔδεα]], Αττ. [[ᾔδη]], γνώριζα, ως παρατ.· βʹ ενικ. [[οἶσθα]], [[σπανίως]], [[οἶδας]]· πληθ. [[ἴσμεν]] (Επικ. και Δωρ. [[ἴδμεν]]), [[ἴστε]], [[ἴσασι]], [[σπανίως]] <i>οἴδαμεν</i>, <i>-ατε</i>, <i>-ᾶσι</i>· προστ. [[ἴσθι]], [[ἴστω]] (Βοιωτ. [[ἴττω]])· υποτ. [[εἰδῶ]], Επικ. [[ἰδέω]], πληθ. [[εἴδομεν]], Επικ. αντί <i>εἰδῶμεν</i>, [[εἴδετε]] αντί <i>εἴδητε</i>, ευκτ. [[εἰδείην]], απαρ. [[εἰδέναι]], Επικ. [[ἴδμεναι]], [[ἴδμεν]], μτχ. [[εἰδώς]], <i>εἰδυῖα</i>, Επικ. [[ἰδυῖα]], υπερσ. [[ᾔδη]], [[ᾔδησθα]] ([[σπανίως]] <i>ᾔδης</i>), [[ᾔδη]]· Αττ. επίσης [[ᾔδειν]], Ιων. [[ᾔδεα]], <i>ᾔδεε</i>· Επικ. επίσης <i>ἠείδης</i>, [[ἠείδη]], Αττ. αʹ πληθ. <i>ᾔδειμεν</i>, [[ᾔδεμεν]], βʹ πληθ. <i>ᾔδειτε</i>, γʹ πληθ. [[ᾔδεσαν]]· επίσης, βραχύτεροι τύποι [[ᾖσμεν]], [[ᾖστε]], [[ᾖσαν]], Επικ. γʹ πληθ. [[ἴσαν]]· μέλ. με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[εἴσομαι]] ή [[εἰδήσω]], Επικ. απαρ. <i>εἰδήσεμεν</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[γνωρίζω]], εὖ [[οἶδα]], [[γνωρίζω]] [[καλά]]· εὖ [[ἴσθι]], βεβαιώσου· [[συχνά]] με αιτ. πράγμ., <i>νοήματα οἶδε</i>, [[μήδεα]] οἶδε, είναι [[ἔμπειρος]] σε νουθεσίες, σε Όμηρ.· με επίθ. ουδ. γένους, <i>πεπνυμένα</i>, <i>φίλα</i>, ἀθεμίστια [[εἰδώς]], στον ίδ.· επίσης με γεν., τόξων εὖ [[εἰδώς]], [[επιδεξιότητα]] στη [[χρήση]] του τόξου· οἰωνῶν [[σάφα]] [[εἰδώς]], σε Ομήρ. Οδ.· [[χάριν]] [[εἰδέναι]] τινί, [[αναγνωρίζω]] τη [[χάρη]], το [[χρέος]] σε κάποιον, [[οφείλω]] [[κάτι]] σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· με προστ., σε ομολογίες, [[ἴστω]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] [[αὐτός]], [[μάρτυς]] μου ο Δίας, στο ίδ.· Δωρ. [[ἴττω]] [[Ζεύς]], [[ἴττω]], σε Αριστοφ.· -[[εἰδώς]] απόλ., αυτός που γνωρίζει, εἰδυίῃ πάντ' [[ἀγορεύω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ἰδυίῃσι πραπίδεσσι</i>, με μορφωμένο [[μυαλό]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., [[γνωρίζω]] με ποιο τρόπο να πράξω, να κάνω [[κάτι]], στο ίδ., σε Αττ.<br /><b class="num">3.</b> με μτχ., [[γνωρίζω]] πώς έχει η [[κατάσταση]], [[ἴσθι]] μοι [[δώσων]], [[γνωρίζω]] ότι εσύ θα δώσεις, σε Αισχύλ.· τὸν Μῆδον [[ἴσμεν]] ἐλθόντα, σε Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> <i>οὐκ οἶδ' εἰ</i>, δεν [[γνωρίζω]] αν..., δηλώνει [[δυσπιστία]], ως το Λατ. [[nescio]] an [[non]], <i>οὐκ οἶδ' ἂν εἰ πείσαιμι</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">5.</b> [[οἶδα]] ή [[ἴσθι]] [[συχνά]] παρενθετικά, οἶδ' [[ἐγώ]], στον ίδ.· οἶδ' [[ὅτι]], οἶσθ' [[ὅτι]], ἴσθ' [[ὅτι]], [[πάρειμι]], σε Σοφ.· ομοίως, εὖ οἶδ' [[ὅτι]], σε Δημ.· στους Τραγ. επίσης, <i>οἶσθ' n δρᾶσον</i>· ισοδύν. του <i>δρᾶσον - οἶσθ' ὅ</i>, κάνε ό,τι ξέρεις, δηλ. σπεύσε και πράξε, κάνε· <i>οἶσθ' ὡς ποίησον</i> κ.λπ.
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[βλέπω]]),<br><b class="num">2</b> (=[[γνωρίζω]]). Ἀπό ρίζα ϝιδ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[εἶδος]], [[εἰδύλλιον]], [[εἴδωλον]] (=[[εἰκόνα]]), [[εἰδωλολάτρης]], [[εἰδωλοποιός]], [[εἰδήμων]], [[εἴδησις]] (=[[γνώση]]), [[εὐειδής]] (=[[ὄμορφος]]). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ὁράω]] -ῶ καί στό [[οἶδα]].
|mantxt=<b class="num">1 </b>(=[[βλέπω]]),<br><b class="num">2</b> (=[[γνωρίζω]]). Ἀπό ρίζα ϝιδ- ἀπό ὅπου καί τά παράγωγα: [[εἶδος]], [[εἰδύλλιον]], [[εἴδωλον]] (=[[εἰκόνα]]), [[εἰδωλολάτρης]], [[εἰδωλοποιός]], [[εἰδήμων]], [[εἴδησις]] (=[[γνώση]]), [[εὐειδής]] (=[[ὄμορφος]]). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στό [[ρῆμα]] [[ὁράω]] -ῶ καί στό [[οἶδα]].
}}
}}