Anonymous

χίδρυ: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chidry
|Transliteration C=chidry
|Beta Code=xi/dru
|Beta Code=xi/dru
|Definition=<b class="b3">ὄνομα δειλόν</b>, Hsch.
|Definition=ὄνομα δειλόν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική].
}}
}}