Anonymous

πιπράσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "τοῦ" to "τοῦ")
m (LSJ1 replacement)
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πιπράσκω, Ion. πιπρήσκω [~ πέρνημι] zelden praes.; aor. pass. ἐπρᾱ́θην, Ion. ἐπρήθην; perf. πέπρᾱκα, med.-pass. πέπρᾱμαι, Ion. πέπρημαι, inf. πεπρᾶσθαι, Ion. πεπρῆσθαι, ptc. πεπραμένος, Ion. πεπρημένος en πεπερημένος, plqperf. ἐπεπράκειν, med.-pass. 3 sing. ἐπέπρατο; fut. perf. πεπρᾱ́σομαι, verkopen:; τὰ κτήματα... ἐπίπρασκον zij verkochten hun bezittingen NT Act. Ap. 2.45; τοῦτο... πιπράσκει hij verkoopt dat (de lading) Luc. 39.32; van corrupte pers..; τοὺς πεπρακότας αὑτοὺς ἐκείνῳ degenen die zichzelf aan hem verkocht hebben Dem. 10.63; εἰ τὸ κωλῦσαι τὴν τῶν Ἑλλήνων κοινωνίαν ἐπεπράκειν ἐγὼ Φιλίππῳ als ik het verhinderen van een coalitie van de Grieken aan Philippus verkocht had Dem. 18.23; vaak pass. verkocht worden:; παῖδα... Ἀλκμήνης ποτὲ πραθέντα de zoon van Alcmene, die ooit verkocht is Aeschl. Ag. 1041; ὅτι πεπράσει τήμερον omdat je vandaag verkocht zult worden Aristoph. Ve. 179; met gen. van de prijs; τὰ δὲ πολλοῦ ἄξια ὄντα ὀλίγου πιπράσκεται wat veel waard is, wordt voor weinig verkocht Lys. 18.20; overdr.. πέπραμαι ik ben verkocht Soph. Ph. 978.
|elnltext=πιπράσκω, Ion. πιπρήσκω [~ πέρνημι] zelden praes.; aor. pass. ἐπρᾱ́θην, Ion. ἐπρήθην; perf. πέπρᾱκα, med.-pass. πέπρᾱμαι, Ion. πέπρημαι, inf. πεπρᾶσθαι, Ion. πεπρῆσθαι, ptc. πεπραμένος, Ion. πεπρημένος en πεπερημένος, plqperf. ἐπεπράκειν, med.-pass. 3 sing. ἐπέπρατο; fut. perf. πεπρᾱ́σομαι, verkopen:; τὰ κτήματα... ἐπίπρασκον zij verkochten hun bezittingen NT Act. Ap. 2.45; τοῦτο... πιπράσκει hij verkoopt dat (de lading) Luc. 39.32; van corrupte pers..; τοὺς πεπρακότας αὑτοὺς ἐκείνῳ degenen die zichzelf aan hem verkocht hebben Dem. 10.63; εἰ τὸ κωλῦσαι τὴν τῶν Ἑλλήνων κοινωνίαν ἐπεπράκειν ἐγὼ Φιλίππῳ als ik het verhinderen van een coalitie van de Grieken aan Philippus verkocht had Dem. 18.23; vaak pass. verkocht worden:; παῖδα... Ἀλκμήνης ποτὲ πραθέντα de zoon van Alcmene, die ooit verkocht is Aeschl. Ag. 1041; ὅτι πεπράσει τήμερον omdat je vandaag verkocht zult worden Aristoph. Ve. 179; met gen. van de prijs; τὰ δὲ πολλοῦ ἄξια ὄντα ὀλίγου πιπράσκεται wat veel waard is, wordt voor weinig verkocht Lys. 18.20; overdr.. πέπραμαι ik ben verkocht Soph. Ph. 978.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πιπράσκω:''' Ιων. [[πιπρήσκω]], συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-περάσκω</i>, αναδιπλ. [[τύπος]] από [[περάω]] Β, παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράκει</i> — Παθ., μέλ. <i>πραθήσομαι</i> και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ [[ἐπράθην]] [ᾱ], Ιων. [[ἐπρήθην]]· παρακ. <i>πέπρᾱμαι</i>, Ιων. <i>πέπρημαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπέπρᾱτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πουλώ]], σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, [[πωλούμαι]], [[ιδίως]] προς [[εξαγωγή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[πουλώ]], [[προδίδω]] εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. [[πέπραμαι]], έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''πιπράσκω:''' Ιων. [[πιπρήσκω]], συντετμ. [[τύπος]] από το <i>πι-περάσκω</i>, αναδιπλ. [[τύπος]] από [[περάω]] Β, παρακ. <i>πέπρᾱχα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπράκει</i> — Παθ., μέλ. <i>πραθήσομαι</i> και πεπράσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ [[ἐπράθην]] [ᾱ], Ιων. [[ἐπρήθην]]· παρακ. <i>πέπρᾱμαι</i>, Ιων. <i>πέπρημαι</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπέπρᾱτο</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[πουλώ]], σε Δημ. — Παθ., πουλιέμαι, [[πωλούμαι]], [[ιδίως]] προς [[εξαγωγή]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[πουλώ]], [[προδίδω]] εξαιτίας δωροδοκίας, λέγεται για πολιτικούς ηγέτες, σε Δημ.· μεταφ. στην Παθ. [[πέπραμαι]], έχω αγοραστεί και πουληθεί, δηλ. προδόθηκα, καταστράφηκα, είμαι ρημαγμένος, σε Σοφ.
}}
}}
{{ls
{{ls