Anonymous

στεῦμαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3 ;")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=steymai
|Transliteration C=steymai
|Beta Code=steu=mai
|Beta Code=steu=mai
|Definition=Epic Verb, used by Hom. only in 3sg. pres. and impf., [[στεῦται]], [[στεῦτο]], once by A. in 3sg. [[στεῦται]]; 1sg. [[στεῦμαι]] cj. for [[ὑπισχνοῦμαι]] in <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>82</span>, 3pl. impf. στεῦντο <span class="bibl">Maiist.60</span>:—In Il. always with inf. fut., <b class="b2">make as if one would... promise</b> or <b class="b2">threaten that one will . .</b>, στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν <span class="bibl">Il.3.83</span>; στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν <span class="bibl">2.597</span>; στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα <span class="bibl">9.241</span>; στεῦτο γὰρ . . οἰσέμεν ἔντεα καλά <span class="bibl">18.191</span>; στεῦτο . . ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ <span class="bibl">21.455</span>; ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι <span class="bibl">5.832</span>; once with inf. aor., <b class="b3">στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι</b> [[declares]] he has heard of O., <span class="bibl">Od.17.525</span>; στεῦται . . ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι <span class="bibl">A.<span class="title">Pers.</span>49</span> (anap.); with inf. pres., <b class="b3">στεῦται δ' Ἠελίου γόνος ἔμμεναι</b> [[boasts]] that he is... <span class="bibl">A.R.2.1204</span>; with acc. and inf. pres., <b class="b3">στεῦντο θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν ἔμμεναι ἢ λάεσσιν</b> [[declared]] that they were... Maiist. [[l.c.]]: abs. once in Od., <b class="b3">στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι</b> he [[made eager efforts]] in his thirst, <span class="bibl">11.584</span>. (Aristarch. seems to have connected it with [[ἵστημι]]: <b class="b3">τὸ στεῦτο κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως</b>, Sch.<span class="bibl">Il.2.597</span>, cf. Apollon. <span class="title">Lex.</span>, Hsch.: but more prob. [[στεῦτο]] (from <b class="b3">*στεῦστο</b> with dissimilation) corresponds to Ved. [[astoṣṭa]] 'solemnly proclaimed concerning himself', 3sg. sigmatic aor. middle of [[stu-]].)  
|Definition=Epic Verb, used by Hom. only in 3sg. pres. and impf., [[στεῦται]], [[στεῦτο]], once by A. in 3sg. [[στεῦται]]; 1sg. [[στεῦμαι]] cj. for [[ὑπισχνοῦμαι]] in Orph.''L.''82, 3pl. impf. στεῦντο Maiist.60:—In Il. always with inf. fut., make as if one would... promise or threaten that one will.., στεῦται γάρ τι ἔπος ἐρέειν Il.3.83; στεῦτο γὰρ εὐχόμενος νικησέμεν 2.597; στεῦται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα 9.241; στεῦτο γὰρ.. οἰσέμεν ἔντεα καλά 18.191; στεῦτο.. ἀπολεψέμεν οὔατα χαλκῷ 21.455; ἐμοί τε καὶ Ἥρῃ στεῦτ' ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι 5.832; once with inf. aor., <b class="b3">στεῦται δ' Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι</b> [[declares]] he has heard of O., Od.17.525; στεῦται.. ζυγὸν ἀμφιβαλεῖν δούλιον Ἑλλάδι A.''Pers.''49 (anap.); with inf. pres., <b class="b3">στεῦται δ' Ἠελίου γόνος ἔμμεναι</b> [[boasts]] that he is... A.R.2.1204; with acc. and inf. pres., <b class="b3">στεῦντο θεοπλήγεσσιν ἐοικότας εἰδώλοισιν ἔμμεναι ἢ λάεσσιν</b> [[declared]] that they were... Maiist. [[l.c.]]: abs. once in Od., <b class="b3">στεῦτο δὲ διψάων, πιέειν δ' οὐκ εἶχεν ἑλέσθαι</b> he [[made eager efforts]] in his thirst, 11.584. (Aristarch. seems to have connected it with [[ἵστημι]]: <b class="b3">τὸ στεῦτο κατὰ διάνοιαν ὡρίζετο, οὐκ ἐπὶ τῆς τῶν ποδῶν στάσεως</b>, Sch.Il.2.597, cf. Apollon. ''Lex.'', [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]: but more prob. [[στεῦτο]] (from *στεῦστο with dissimilation) corresponds to Ved. [[astoṣṭa]] 'solemnly proclaimed concerning himself', 3sg. sigmatic aor. middle of stu-.)  
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στεῦμαι, 3 sing. στεῦται, imperf. 3 sing. στεῦτο, te kennen geven, beweren, verzekeren, dreigen, met inf. (meestal inf. fut. ); στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι hij verzekerde dat hij tegen de Trojanen zou gaan vechten Il. 5.832; στεῦται … νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα hij dreigt dat hij van de schepen de ornamenten aan het uiteinde zal afslaan Il. 9.241; met inf. aor..; στεῦται … Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι... ζωοῦ hij beweert over Odysseus gehoord te hebben, nog levend en wel Od. 17.525; met pred. ptc.. στεῦτο … διψάων hij maakte duidelijk dat hij dorst had (onzeker) Od. 11.584.
|elnltext=στεῦμαι, 3 sing. στεῦται, imperf. 3 sing. στεῦτο, te kennen geven, beweren, verzekeren, dreigen, met inf. (meestal inf. fut. ); στεῦτ’ ἀγορεύων Τρωσὶ μαχήσεσθαι hij verzekerde dat hij tegen de Trojanen zou gaan vechten Il. 5.832; στεῦται … νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα hij dreigt dat hij van de schepen de ornamenten aan het uiteinde zal afslaan Il. 9.241; met inf. aor..; στεῦται … Ὀδυσῆος ἀκοῦσαι... ζωοῦ hij beweert over Odysseus gehoord te hebben, nog levend en wel Od. 17.525; met pred. ptc.. στεῦτο … διψάων hij maakte duidelijk dat hij dorst had (onzeker) Od. 11.584.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
|lsmtext='''στεῦμαι:''' αποθ., σε [[χρήση]] στον Όμηρ.· μόνο σε γʹ ενικ. ενεστ. και παρατ. <i>στεῦται</i>, <i>στεῦτο</i>, και [[άπαξ]], σε Αισχύλ.· γʹ πληθ. <i>στεῦνται</i>· με απαρ. μέλ. [[προσποιούμαι]] σαν να ήθελα να..., [[υπόσχομαι]] ή [[απειλώ]] ότι θα..., σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, με απαρ. αορ., <i>στεῦται ἀκοῦσαι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, <i>στεῦται ἀμφιβαλεῖν</i>, σε Αισχύλ.· απόλ., <i>στεῦτο</i>, κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}
{{ls
{{ls