Anonymous

νότος: Difference between revisions

From LSJ
908 bytes removed ,  25 August 2023
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=notos
|Transliteration C=notos
|Beta Code=no/tos
|Beta Code=no/tos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[south wind]] (opp. [[Βορέας]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>363b15</span>, cf. <span class="bibl">Od.5.331</span>), εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην <span class="bibl">Il.3.10</span>; ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι <span class="bibl">Hdt.2.25</span> (but ὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span> 942a29</span>); ἐτέγχθη κρᾶτ'… πληγῇσι νότου <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1457</span> (anap.); χειμερίῳ νότῳ <span class="bibl">Id.<span class="title">Ant.</span>335</span> (lyr.); ὑγρὸς καὶ βαρύς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>597b11</span>; ὑδατωδέστερος <span class="bibl">Id.<span class="title">Pr.</span>943a5</span>; <b class="b3">ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης</b> ib.<span class="bibl">942a34</span>; καυματώδης <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>364b23</span>: in plural, <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>612b6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> N. personified as god of the South wind, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>380</span>, <span class="bibl">870</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[south]] or [[south-west quarter]], πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου <span class="bibl">Hdt.2.8</span>; πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου <span class="bibl">Id.6.139</span>; τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>24.6</span>; τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως <span class="bibl">Th.3.6</span>; βλέπειν πρὸς ν. <span class="title">IG</span>22.1227.18; <b class="b3">ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν</b>. ib.12.372.51; <b class="b3">πρὸς νότου ἀνέμου</b> ib.56; βασίλισσα νότου <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>12.42</span>; <b class="b3">ἀπὸ νότου</b> c. gen., to the [[south]] of, <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span> 164.17</span> (ii B.C.), etc.; later <b class="b3">ἐκ νότου</b> c. gen., <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>29.8</span> (iii A.D.), etc.: gen. νότου [[to the south]], PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[south wind]] (opp. [[Βορέας]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''363b15, cf. Od.5.331), εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10; ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25 (but ὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.''Pr.'' 942a29); ἐτέγχθη κρᾶτ'… πληγῇσι νότου S.''Ph.''1457 (anap.); χειμερίῳ νότῳ Id.''Ant.''335 (lyr.); ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.''HA''597b11; ὑδατωδέστερος Id.''Pr.''943a5; <b class="b3">ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης</b> ib.942a34; καυματώδης Id.''Mete.''364b23: in plural, Id.''HA''612b6.<br><span class="bld">2</span> N. personified as god of the South wind, Hes.''Th.''380, 870.<br><span class="bld">II</span> [[south]] or [[south-west quarter]], πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8; πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139; τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.''Fr.''24.6; τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6; βλέπειν πρὸς ν. ''IG''22.1227.18; <b class="b3">ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν.</b> ib.12.372.51; <b class="b3">πρὸς νότου ἀνέμου</b> ib.56; βασίλισσα νότου ''Ev.Matt.''12.42; <b class="b3">ἀπὸ νότου</b> c. gen., to the [[south]] of, ''PTeb.'' 164.17 (ii B.C.), etc.; later <b class="b3">ἐκ νότου</b> c. gen., ''PStrassb.''29.8 (iii A.D.), etc.: gen. νότου [[to the south]], PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νότος]])<br /><b>1.</b> ένα από τα [[τέσσερα]] κύρια [[σημεία]] του ορίζοντα, που βρίσκεται [[προς]] τη [[διεύθυνση]] του νότιου πόλου, διαμετρικά αντίθετο του βορρά, [[κατά]] το οποίο τέμνεται ο [[ορίζοντας]] από τον μεσημβρινό του τόπου, η [[μεσημβρία]] («φέρον ἀπ' ἄρκτον πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνεμος]] ο [[οποίος]] πνέει από το [[παραπάνω]] [[σημείο]] του ορίζοντα, ο [[νοτιάς]], η όστρια<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Νότος</i><br />[[θεότητα]], [[προσωποποίηση]] του νότιου ανέμου, που, όπως πιστευόταν, ήταν [[γιος]] του Αστραίου και της Ηούς («Βορέην τ' αἰψηροκέλευθον καὶ Νότον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b><br /><b>1.</b> οι νότιες πολιτείες τών σημερινών ΗΠΑ ως χωριστή κρατική [[υπόσταση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Βορρά, τις βόρειες πολιτείες<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, [[κυρίως]] της Ευρώπης, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις πιο ανεπτυγμένες, τον Βορρά·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>n</i><i>ә</i><i>t</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» και η σύνδεσή της με λατ. <i>nato</i> «[[κολυμπώ]]», αρμ. <i>nay</i> «[[υγρός]]», με τα ρήματα [[νήχω]], <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» και τη λ. [[νῆσος]] προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νοτερός]], [[νοτίζω]], [[νοτινός]], [[νότιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοτίς]], [[νοτόθεν]], [[νοτόνδε]], [[νοτώ]], [[νοτώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νοτιαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νοταπηλιώτης]], [[νοτολιβικός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνοτος</i>, [[ευρόνοτος]], [[λευκόνοτος]], [[λιβόνοτος]], [[ορθρόνοτος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νότος]])<br /><b>1.</b> ένα από τα [[τέσσερα]] κύρια [[σημεία]] του ορίζοντα, που βρίσκεται [[προς]] τη [[διεύθυνση]] του νότιου πόλου, διαμετρικά αντίθετο του βορρά, [[κατά]] το οποίο τέμνεται ο [[ορίζοντας]] από τον μεσημβρινό του τόπου, η [[μεσημβρία]] («φέρον ἀπ' ἄρκτον πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[άνεμος]] ο [[οποίος]] πνέει από το [[παραπάνω]] [[σημείο]] του ορίζοντα, ο [[νοτιάς]], η όστρια<br /><b>3.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Νότος</i><br />[[θεότητα]], [[προσωποποίηση]] του νότιου ανέμου, που, όπως πιστευόταν, ήταν [[γιος]] του Αστραίου και της Ηούς («Βορέην τ' αἰψηροκέλευθον καὶ Νότον», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ως κύριο όν.</b><br /><b>1.</b> οι νότιες πολιτείες τών σημερινών ΗΠΑ ως χωριστή κρατική [[υπόσταση]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον Βορρά, τις βόρειες πολιτείες<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών λιγότερο ανεπτυγμένων οικονομικά χωρών, [[κυρίως]] της Ευρώπης, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τις πιο ανεπτυγμένες, τον Βορρά·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[αναγωγή]] της λ. σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>s</i>)<i>n</i><i>ә</i><i>t</i>- «ρέω, [[υγρασία]]» και η σύνδεσή της με λατ. <i>nato</i> «[[κολυμπώ]]», αρμ. <i>nay</i> «[[υγρός]]», με τα ρήματα [[νήχω]], <i>νέω</i> (Ι) «[[κολυμπώ]]» και τη λ. [[νῆσος]] προσκρούει τόσο σε σημασιολογικές όσο και σε μορφολογικές δυσχέρειες.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[νοτερός]], [[νοτίζω]], [[νοτινός]], [[νότιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[νοτίς]], [[νοτόθεν]], [[νοτόνδε]], [[νοτώ]], [[νοτώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[νοτιαίος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[νοτικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[νοταπηλιώτης]], [[νοτολιβικός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> <i>άνοτος</i>, [[ευρόνοτος]], [[λευκόνοτος]], [[λιβόνοτος]], [[ορθρόνοτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm