3,273,773
edits
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platikos | |Transliteration C=platikos | ||
|Beta Code=platiko/s | |Beta Code=platiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πλατική, πλατικόν, ([[πλάτος]])<br><span class="bld">A</span> of or [[in latitude]], [[θέσεις]], [[ἀπόστασις]], Procl. ''Hyp.''5.6,8.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[broad]], [[general]], <b class="b3">π. θεωρία</b>, opp. [[μοιρική]], Vett.Val.112.25; π. καὶ καθολικὴ θ. Id.289.15, cf. 243.3.<br><span class="bld">2</span> of meanings of words, [[broad]], [[wide]], or [[involving breadth]], ὁ κοινὸς καὶ π. τόπος [[in the broad sense]], Simp.''in Ph.''637.24; τὸ νῦν, οὐ τὸ π. ἀλλὰ τὸ ἄτομον Id.''in Cael.''579.16; π. ἐστιν ὁ ἐνεστώς· οἱονεὶ γὰρ πλάτος ὑπεμφαίνει ὡς πρὸς τὸν… ἀκαριαῖον λεγόμενον χρόνον Choerob.''in Theod.'' 2.12 H. Adv. [[πλατικῶς]] = [[broadly speaking]], Ach.Tat.''Intr.Arat.''18, Vett. Val.274.34, Simp.''in Cat.''426.23, Phlp.''in Cat.''46.19.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">π. ἐξήγησις</b> [[detailed]] exegesis, Ammon. ''in Porph.''60.6; -κωτέραν τὴν ἴασιν εὑρήσεις ἐν… Paul.Aeg.2.25. Adv. Comp. <b class="b3">πλατικώτερον, ἐξηγούμενος</b>, opp. [[κεφαλαιωδῶς]], Id.6.53, cf. Eust. ad D.P.''Proll.''p.71 B. (<b class="b3">πλατυκ-</b> is read in Eust. [[l.c.]], and as [[varia lectio|v.l.]] in inferior codd. of Phlp., Ammon. ll. cc., Simp. ''in Cael.'' [[l.c.]], Paul.Aeg. ll.cc.; cf. Lat. [[platicus]].) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δ. γρφ. [[πλατυκός]], -ή, -όν, ΜΑ [[πλάτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτομερής]], [[διεξοδικός]] («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) [[ευρύς]], [[γενικός]] («πλατικὴ [[θεωρία]]», Βέττ. Βάλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατικῶς</i> και δ. γρφ. <i>πλατυκῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> εκτεταμένα<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]. | |mltxt=και δ. γρφ. [[πλατυκός]], -ή, -όν, ΜΑ [[πλάτος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο γεωγραφικό [[πλάτος]]<br /><b>2.</b> [[λεπτομερής]], [[διεξοδικός]] («πλατικωτέραν τὴν ἐξήγησιν εὑρήσεις», Παύλ. Αίγ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για θεωρίες και για σημασίες λέξεων) [[ευρύς]], [[γενικός]] («πλατικὴ [[θεωρία]]», Βέττ. Βάλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πλατικῶς</i> και δ. γρφ. <i>πλατυκῶς</i> ΜΑ<br /><b>1.</b> εκτεταμένα<br /><b>2.</b> διεξοδικά, [[λεπτομερώς]]. | ||
}} | }} |