Anonymous

ἱππομανής: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ippomanis
|Transliteration C=ippomanis
|Beta Code=i(ppomanh/s
|Beta Code=i(ppomanh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[abounding in]], [[swarming with horses]] (cf. <b class="b3">καρπο-, ὑλο-, φυλλο-μανής</b>), λειμών <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>143</span> (anap.); variously expld. by Sch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ἱππομανές]], [[έος]], [[τό]], an Arcadian plant, [[thorn-apple]], [[Datura stramonium]], [[of which horses are madly fond]], or [[which makes them mad]], <span class="bibl">Theoc.2.48</span>; [[falsa lectio|f.l.]] for [[-φαές]] in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>9.15.6</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">b</span> = [[κάππαρις]], Dsc.2.173; = [[ἀπόκυνον]], Ps.-Dsc.4.80. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[small black fleshy substance on the forehead of a new-born foal]], which, if procured before it was eaten off by the dam, was held to be a powerful [[φίλτρον]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>577a9</span>, <span class="bibl">605a2</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>175</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>3.17</span>, <span class="bibl">14.18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[mucous humour that runs from mares a-horsing]], used for like purposes, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>572a21</span>, <span class="bibl">Paus.5.27.3</span>.</span>
|Definition=ἱππομανές,<br><span class="bld">A</span> [[abounding in]], [[swarming with horses]] (cf. <b class="b3">καρπο-, ὑλο-, φυλλο-μανής</b>), λειμών [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''143 (anap.); variously expld. by Sch.<br><span class="bld">II</span> as [[substantive]], [[ἱππομανές]], [[έος]], τό, an Arcadian plant, [[thorn-apple]], [[Datura stramonium]], [[of which horses are madly fond]], or [[which makes them mad]], Theoc.2.48; [[falsa lectio|f.l.]] for [[ἱπποφαές]] in [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.15.6.<br><span class="bld">b</span> = [[κάππαρις]], Dsc.2.173; = [[ἀπόκυνον]], Ps.-Dsc.4.80.<br><span class="bld">2</span> [[small black fleshy substance on the forehead of a new-born foal]], which, if procured before it was eaten off by the dam, was held to be a powerful [[φίλτρον]], Arist.''HA''577a9, 605a2, [[Theophrastus]] ''Fragmenta'' 175, Ael.''NA''3.17, 14.18.<br><span class="bld">3</span> [[mucous humour that runs from mares a-horsing]], used for like purposes, Arist.''HA''572a21, Paus.5.27.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῖται ἱππομανές·... τοῦτο αἱ φαρμακίδες ζητοῦσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναιμανής]], [[οινομανής]]].
|mltxt=-ές (Α [[ἱππομανής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τους ίππους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίθει από ίππους, αυτός που έχει πολλούς ίππους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱππομανές</i><br />α) (στην Αρκαδία) [[είδος]] φυτού που αγαπούν τα άλογα και που όταν τρώγεται από αυτά τά κάνει άγρια και ατίθασα<br />β) το [[φυτό]] [[κάππαρις]]<br />γ) μικρή μαύρη [[σαρκώδης]] [[ουσία]] που έχει ο [[νεογέννητος]] [[πώλος]] στο [[μέτωπο]] και που, αν τήν έπαιρναν [[πριν]] τή γλείψει η [[φοράδα]] που είχε γεννήσει, χρησίμευε στις μάγισσες ως ισχυρό μαγικό [[φίλτρο]] («[[ὅταν]] τέκῃ ἡ [[ἵππος]]... ἀπεσθίει τοῦ πώλου, ὅ ἐπιφύεται ἐπὶ τοῦ μετώπου τῶν πώλων, ὅ καλεῖται ἱππομανές·... τοῦτο αἱ φαρμακίδες ζητοῦσι καὶ συλλέγουσιν», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ. [[υγρό]] που ρέει από το γεννητικό [[μόριο]] της φοράδας [[κατά]] την ώρα της οχείας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), [[πρβλ]]. [[γυναιμανής]], [[οινομανής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm