Anonymous

ῥώομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=roomai
|Transliteration C=roomai
|Beta Code=r(w/omai
|Beta Code=r(w/omai
|Definition=Ep. Verb, of which Hom. uses 3pl. impf. [[ἐρρώοντο]], Ep. [[ῥώοντο]], and 3pl. aor. [[ἐρρώσαντο]] (v. infr.); aor. subj. [[ῥώσονται]] or -ωνται <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>175</span>: Nic. has also [[ῥώετο]], <span class="bibl"><span class="title">Th.</span>351</span>; later in pres., <span class="bibl">Orph.<span class="title">L.</span>707</span> (prob.), <span class="bibl">D.P.518</span> codd.:—[[move with speed]] or [[violence]], [[rush on]], especially of warriors, <span class="bibl">Il.11.50</span>, <span class="bibl">16.166</span>, cf. <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>230</span>; <b class="b3">τεύχεσιν ἐρρ. πυρὴν πέρι</b> [[ran]] round it, <span class="bibl">Od.24.69</span>; <b class="b3">Νυμφάων, αἵ τ' ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</b> [[dance]], <span class="bibl">Il.24.616</span> (cf. [[ἐπιρρώομαι]] <span class="bibl">1.2</span>): c. acc. cogn., <b class="b3">χορὸν ἐρρώσαντο</b> [[they ply]] the dance, <span class="bibl"><span class="title">h.Ven.</span>261</span>; <b class="b3">ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</b> [[they moved]] supporting their lord, <span class="bibl">Il.18.417</span>; <b class="b3">κνῆμαι ῥώοντο, γούνατα ἐρρώσαντο</b>, ib.<span class="bibl">411</span>, <span class="bibl">Od.23.3</span>; also of horses' manes, <b class="b3">ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο</b> [[waved streaming]] in the wind, <span class="bibl">Il.23.367</span>.
|Definition=Ep. Verb, of which Hom. uses 3pl. impf. [[ἐρρώοντο]], Ep. [[ῥώοντο]], and 3pl. aor. ἐρρώσαντο (v. infr.); aor. subj. [[ῥώσονται]] or -ωνται Call.''Del.''175: Nic. has also [[ῥώετο]], ''Th.''351; later in pres., Orph.''L.''707 (prob.), D.P.518 codd.:—[[move with speed]] or [[violence]], [[rush on]], especially of warriors, Il.11.50, 16.166, cf. Hes.''Sc.''230; <b class="b3">τεύχεσιν ἐρρ. πυρὴν πέρι</b> [[ran]] round it, Od.24.69; <b class="b3">Νυμφάων, αἵ τ' ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</b> [[dance]], Il.24.616 (cf. [[ἐπιρρώομαι]] 1.2): c. acc. cogn., <b class="b3">χορὸν ἐρρώσαντο</b> [[they ply]] the dance, ''h.Ven.''261; <b class="b3">ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</b> [[they moved]] supporting their lord, Il.18.417; <b class="b3">κνῆμαι ῥώοντο, γούνατα ἐρρώσαντο</b>, ib.411, Od.23.3; also of horses' manes, <b class="b3">ἐρρώοντο μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο</b> [[waved streaming]] in the wind, Il.23.367.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥώομαι:''' γʹ πληθ. παρατ. [[ἐρρώοντο]], Επικ. <i>ῥώοντο</i>· γʹ πληθ. αορ. <i>ἐρρώσαντο</i>· κινούμαι με [[ταχύτητα]] ή [[ορμή]], εκτοξεύομαι, εξαπολύομαι σαν [[βέλος]], [[ορμώ]], [[πηδώ]], [[εφορμώ]], ρίχνομαι, σε Όμηρ.· [[ῥώομαι]] περὶ [[πυρήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</i>, χόρευσαν γύρω από τον Αχελώο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χορὸνἐρρώσαντο</i>, εκτέλεσαν τον τρυφηλό χορό [[δυνατά]], ρωμαλέα, με [[ορμή]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</i>, γερά, [[δυνατά]] κινήθηκαν, έτρεξαν (οι δούλες) για να υποστηρίξουν το βασιλιά τους στο [[βάδισμα]] (δηλ. τον Ήφαιστο), σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[γούνατα]] ἐρρώσαντο, κινήθηκαν με [[ορμή]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα μαλλιά, [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, κυμάτιζαν στην [[πνοή]] του ανέμου, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ῥώομαι:''' γʹ πληθ. παρατ. [[ἐρρώοντο]], Επικ. <i>ῥώοντο</i>· γʹ πληθ. αορ. <i>ἐρρώσαντο</i>· κινούμαι με [[ταχύτητα]] ή [[ορμή]], εκτοξεύομαι, εξαπολύομαι σαν [[βέλος]], [[ορμώ]], [[πηδώ]], [[εφορμώ]], ρίχνομαι, σε Όμηρ.· [[ῥώομαι]] περὶ [[πυρήν]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀμφ' Ἀχελώϊον ἐρρώσαντο</i>, χόρευσαν γύρω από τον Αχελώο, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>χορὸνἐρρώσαντο</i>, εκτέλεσαν τον τρυφηλό χορό [[δυνατά]], ρωμαλέα, με [[ορμή]], σε Ομηρ. Ύμν.· <i>ὑπὸ ῥώοντο ἄνακτι</i>, γερά, [[δυνατά]] κινήθηκαν, έτρεξαν (οι δούλες) για να υποστηρίξουν το βασιλιά τους στο [[βάδισμα]] (δηλ. τον Ήφαιστο), σε Ομήρ. Ιλ.· με την [[ίδια]] [[σημασία]], [[γούνατα]] ἐρρώσαντο, κινήθηκαν με [[ορμή]], σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, λέγεται για τα μαλλιά, [[ἐρρώοντο]] μετὰ πνοιῇς ἀνέμοιο, κυμάτιζαν στην [[πνοή]] του ανέμου, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{etym
{{etym