Anonymous

περικάθημαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) :" to "$1 $2 :")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikathimai
|Transliteration C=perikathimai
|Beta Code=perika/qhmai
|Beta Code=perika/qhmai
|Definition=Ion. περι-κάτημαι, Ion. 3pl. impf. [[περιεκατέατο]] or περικατέατο <span class="bibl">Hdt.8.111</span> (also περιεκαθέατο <span class="bibl">6.23</span> codd.):—to [[be seated all round]], [[τραπέζῃ]] [[at]] table, <span class="bibl">Id.3.32</span> codd.: mostly c.acc., [[invest]], [[besiege]] a town, τὴν Νίνον <span class="bibl">Id.1.103</span>, al., cf.<span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Jd.</span>9.31</span>; also <b class="b3">περιεκάθητο ἐπὶ Ταβαθών</b> ib.<span class="bibl"><span class="title">3 Ki.</span>15.27</span>; of ships, [[blockade]], <span class="bibl">Hdt.9.75</span>: c.acc.pers., [[sit down by]] one as a companion, <span class="bibl">Id.3.14</span>.
|Definition=Ion. [[περικάτημαι]], Ion. 3pl. impf. [[περιεκατέατο]] or περικατέατο Hdt.8.111 (also [[περιεκαθέατο]] 6.23 codd.):—to [[be seated all round]], [[τραπέζῃ]] [[at]] table, Id.3.32 codd.: mostly c.acc., [[invest]], [[besiege]] a town, τὴν Νίνον Id.1.103, al., cf.[[LXX]] ''Jd.''9.31; also <b class="b3">περιεκάθητο ἐπὶ Ταβαθών</b> ib.''3 Ki.''15.27; of ships, [[blockade]], Hdt.9.75: c.acc.pers., [[sit down by]] one as a companion, Id.3.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περι-κάθημαι, Ion. περικάτημαι, Ion. imperf. 3 plur. περι(ε)κατέατο, rondom... zitten; belegeren, blokkeren:; περικατημένων Ἀθηναίων Αἴγιναν terwijl de Atheners een blokkade van Aegina instelden Hdt. 9.75; seks.. Men. Peric. 484.
|elnltext=περι-κάθημαι, Ion. περικάτημαι, Ion. imperf. 3 plur. περι(ε)κατέατο, rondom... zitten; belegeren, blokkeren:; περικατημένων Ἀθηναίων Αἴγιναν terwijl de Atheners een blokkade van Aegina instelden Hdt. 9.75; seks.. Men. Peric. 484.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικάθημαι:''' Ιων. -[[κάτημαι]], απαρ. <i>-ῆσθαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. <i>περιεκατέατο</i> ([[κυρίως]] παρακ. του [[περικαθέζομαι]])· είμαι καθισμένος ή [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[στράτευμα]], [[πολιορκώ]], [[περικυκλώνω]] την πόλη, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, [[παρεμποδίζω]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[κάθομαι]] δίπλα σε κάποιον, στον ίδ.
|lsmtext='''περικάθημαι:''' Ιων. -[[κάτημαι]], απαρ. <i>-ῆσθαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. <i>περιεκατέατο</i> ([[κυρίως]] παρακ. του [[περικαθέζομαι]])· είμαι καθισμένος ή [[κάθομαι]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για το [[στράτευμα]], [[πολιορκώ]], [[περικυκλώνω]] την πόλη, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, [[παρεμποδίζω]], στον ίδ.· με αιτ. προσ., [[κάθομαι]] δίπλα σε κάποιον, στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls