Anonymous

ἠγερέθομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=igerethomai
|Transliteration C=igerethomai
|Beta Code=h)gere/qomai
|Beta Code=h)gere/qomai
|Definition=Ep. form of [[ἀγείρομαι]] (Pass.) [[gather together]], [[assemble]], only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν . . ἀγοὶ ἠγερέθονται <span class="bibl">Il. 3.231</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">h.Ap.</span>147</span>; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">Il.23.233</span>; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο <span class="bibl">Od.2.392</span>; ἀμφ' αἷμα . . ἀολλέες ἠγερέθοντο <span class="bibl">11.228</span>; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι <span class="bibl">Il.10.127</span> Aristarch. ([[ἠγερέεσθαι]] codd.): subj. ἠγερέθωνται <span class="bibl">Opp.<span class="title">H.</span>3.360</span>.
|Definition=Ep. form of [[ἀγείρομαι]] (Pass.) [[gather together]], [[assemble]], only 3pl. pres. and impf., and inf., ἀμφὶ δέ μιν.. ἀγοὶ ἠγερέθονται Il. 3.231, cf. ''h.Ap.''147; ἀμφ' 'Ατρεΐωνα ἀολλέες ἠγερέθοντο Il.23.233; περὶ δ' ἐσθλοὶ ἑταῖροι ἀθρόοι ἠγερέθοντο Od.2.392; ἀμφ' αἷμα.. ἀολλέες ἠγερέθοντο 11.228; σφιν ἐπέφραδον ἠγερέθεσθαι Il.10.127 Aristarch. ([[ἠγερέεσθαι]] codd.): subj. ἠγερέθωνται Opp.''H.''3.360.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠγερέθομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του <i>ἀγείρομαι</i> (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερέθεντο</i>, [[καθώς]] και στο απαρέμφ. <i>ἠγερέθεσθαι</i>.
|lsmtext='''ἠγερέθομαι:''' Επικ. [[τύπος]] του <i>ἀγείρομαι</i> (Παθ.), συγκεντρώνομαι, συνάγομαι, συναθροίζομαι· σε Όμηρ., μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. <i>ἠγερέθονται</i>, <i>ἠγερέθεντο</i>, [[καθώς]] και στο απαρέμφ. <i>ἠγερέθεσθαι</i>.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />epic [[form]] of ἀγείρομαι (Pass.) to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.]
|mdlsjtxt=<br />epic [[form]] of ἀγείρομαι (Pass.) to [[gather]] [[together]], [[assemble]], Hom. only in 3rd pl. pres. and imperf. ἠγερέθονται, ἠγερέθοντο, and inf. ἠγερέθεσθαι.]
}}
}}