Anonymous

δεῖρος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - " • Diccionario Micénico: " to "<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=deiros
|Transliteration C=deiros
|Beta Code=dei=ros
|Beta Code=dei=ros
|Definition=εος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[δειρή]], <span class="bibl">Euph.38</span> (pl.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[δειράς]], Hsch.</span>
|Definition=εος, τό,<br><span class="bld">A</span> = [[δειρή]], Euph.38 (pl.).<br><span class="bld">II</span> = [[δειράς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[cuello]], [[Γαιζῆται]] περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. [[δέρη]].<br /><b class="num">2</b> [[δεῖρος]]· λόφος. καὶ [[ἀνάντης]] τόπος Hsch., cf. δειράς.<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>de-wi-jo</i> (?).
|dgtxt=-εος, τό<br /><b class="num">1</b> [[cuello]], [[Γαιζῆται]] περὶ δείρεα χρυσοφορεῦντες Euph.65, cf. [[δέρη]].<br /><b class="num">2</b> [[δεῖρος]]· λόφος. καὶ [[ἀνάντης]] τόπος Hsch., cf. δειράς.<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>de-wi-jo</i> (?).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
|mltxt=δεῖρος, το (Α)<br /><b>1.</b> [[δειρή]]<br /><b>2.</b> [[δειράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Είτε πρόκειται για παράλληλο τ. του [[δειράς]] [[είτε]] προήλθε από το σύνθ. <i>υψί</i>-<i>δειρος</i> «αυτός που έχει υψηλούς βράχους», παρασυνδεθέν με το β' συνθετικό του].
}}
}}