Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βούλλα: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voylla
|Transliteration C=voylla
|Beta Code=bou/lla
|Beta Code=bou/lla
|Definition=ἡ, [[tin]], PHolm.2.4, <span class="title">PLeid.X.</span>6.
|Definition=ἡ, [[tin]], PHolm.2.4, ''PLeid.X.''6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[βούλλα]])<br /><b>1.</b> όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη [[παράσταση]] και με το οποίο σφραγίζεται [[κάτι]], [[σφραγίδα]]<br /><b>2.</b> το [[αποτύπωμα]] της σφραγίδας<br /><b>3.</b> [[επίσημο]] [[έγγραφο]], σφραγισμένο με [[βούλλα]] ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική [[βούλλα]]»)<br /><b>4.</b> ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]] ηθικό<br /><b>2.</b> [[διορισμός]] ή γραπτή [[άδεια]] με τη [[σφραγίδα]] [[αυτού]] που τα έχει εκδώσει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνε [[βούλλα]]» — μην το ξεχάσεις<br />β) «[[καρπούζι]]...» ή «[[πεπόνι]] με τη [[βούλλα]]» — εκείνο από το οποίο έχει κοπεί τριγωνικό [[κομμάτι]] για [[δοκιμή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> σφαιρικό ή ομφαλωτό [[κόσμημα]] των Ρωμαίων<br /><b>2.</b> σφραγισμένο [[δισκίο]] από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από [[επίσημα]] έγγραφα·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bulla</i> (-<i>ae</i>) «[[φυσαλλίδα]]<br />ομφαλωτό [[κόσμημα]] [[θυρών]] και ζωνών»].
|mltxt=η (Μ [[βούλλα]])<br /><b>1.</b> όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη [[παράσταση]] και με το οποίο σφραγίζεται [[κάτι]], [[σφραγίδα]]<br /><b>2.</b> το [[αποτύπωμα]] της σφραγίδας<br /><b>3.</b> [[επίσημο]] [[έγγραφο]], σφραγισμένο με [[βούλλα]] ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική [[βούλλα]]»)<br /><b>4.</b> ύφασμα με το οποίο δένονται τα μάτια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κηλίδα]], [[στίγμα]] ηθικό<br /><b>2.</b> [[διορισμός]] ή γραπτή [[άδεια]] με τη [[σφραγίδα]] [[αυτού]] που τα έχει εκδώσει<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «κάνε [[βούλλα]]» — μην το ξεχάσεις<br />β) «[[καρπούζι]]...» ή «[[πεπόνι]] με τη [[βούλλα]]» — εκείνο από το οποίο έχει κοπεί τριγωνικό [[κομμάτι]] για [[δοκιμή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> σφαιρικό ή ομφαλωτό [[κόσμημα]] των Ρωμαίων<br /><b>2.</b> σφραγισμένο [[δισκίο]] από μόλυβδο ή άργυρο ή χρυσό που κρεμόταν από [[επίσημα]] έγγραφα·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>bulla</i> (-<i>ae</i>) «[[φυσαλλίδα]]<br />ομφαλωτό [[κόσμημα]] [[θυρών]] και ζωνών»].
}}
}}