3,277,286
edits
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pleonektima | |Transliteration C=pleonektima | ||
|Beta Code=pleone/kthma | |Beta Code=pleone/kthma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[advantage]], [[gain]], Pl.''Lg.''709c, D.5.23 (pl.), 18.60, etc.: pl., [[gains]], [[successes]], Gorg.''Pal.''30; ἐν τοῖς πολέμοις X.''Eq.Mag.''5.11; <b class="b3">τὰ τοῦ στρατηγοῦντος π.</b> Chor.p.35 B.; [[advantages]], ''SIG''888.133 (Scaptopara, iii A. D.); [[excellences]], [[virtues]], Zos.4.54: so in sg., [[superiority]], [[superior quality]], τῆς αἰτίας Diog.Oen.39; τῆς φωνῆς Eun.''Hist.''p.246 D.; π. σωματικά Jul.''Or.''6.194c, cf. Chor.p.209 B.: metaph., τὸ κατ' εὐθεῖαν ἐκ τῶν ἐναντίων π. Dam.''Pr.''350.<br><span class="bld">II</span> [[act of overreaching]], [[undue gain]], D.21.60, 50.38, ''Ep.''5.3, Arist.''Pol.''1311a5; = [[vitium]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=πλεονέκτημα -ατος, τό [πλεονεκτέω] voordeel:; οὐδεὶς πώποτε τοῦτ’ εἶδεν τὸ πλεονέκτημα nooit heeft iemand aandacht besteed aan het buitenkansje Dem. 21.60; succes:. μέγιστον εἰς πλεονεκτήματα (krijgskunde), de belangrijkste troef voor successen Gorg. B 11a30. concr. voor object van hebzucht of winstbejag. τῶν πλεονεκτημάτων τὰ μὲν χρήματα τυραννικά bij winstbejag (is) geld het object van de tiran Aristot. Pol. 1311a5. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]] | |mltxt=το ΝΜΑ [[πλεονεκτώ]]·1. το να πλεονεκτεί [[κάποιος]] ή [[κάτι]], όφελος, [[κέρδος]] (α. «η πρότασή του παρουσιάζει πλεονεκτήματα» β. «τῆς πυλαίας δ' ἐπεθύμουν καὶ τῶν ἐν Δελφοῖς, πλεονεκτημάτων δυοῑν...», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσόν]], [[υπεροχή]] ως [[προς]] κάποιο [[σημείο]], [[έναντι]] άλλου ή άλλων (α. «έχει το [[πλεονέκτημα]] του ύψους» β. «πλεονεκτήματα σωματικά», Ιουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «απόλυτο [[πλεονέκτημα]]» η [[ικανότητα]] παραγωγού ή επιχείρησης να προσφέρει [[αγαθό]] ή [[υπηρεσία]] σε [[κόστος]] χαμηλότερο από έναν ανταγωνιστή<br />β) «συγκριτικό [[πλεονέκτημα]]» — η [[ικανότητα]] προσφοράς αγαθού ή υπηρεσίας φθηνότερων από άλλα [[αγαθά]] ή υπηρεσίες<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[πλεονέκτης]], να διεκδικεί περισσότερα από όσα δικαιούται, η [[πλεονεξία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] με την οποία βρίσκεται [[κανείς]] σε ισχυρότερη [[θέση]] από έναν άλλον, το [[τέχνασμα]] («δίκαια οὐκ ἦν ἀλλὰ πλεονεκτήματα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακία]], [[πονηρία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |