Anonymous

αὐλάκιον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>βλ.</b> [[αυλάκι]].
|mltxt=το (AM [[αὐλάκιον]])<br />επίμηκες ρηχό όρυγμα στο [[έδαφος]], [[φυσικό]] ή τεχνητό, για τη [[διοχέτευση]] του νερού<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[αυλακιά]] σε αγρό ή κήπο<br /><b>2.</b> το [[αυλάκι]] του νερόμυλου<br /><b>3.</b> η [[διώρυγα]] της Κορίνθου («[[κάτω]] απ' τ' [[αυλάκι]]» — για την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «μπήκε το [[νερό]] στ' [[αυλάκι]]» — για κάποιο [[πρόβλημα]] που πήρε τον δρόμο της επίλυσής του<br /><b>5.</b> μικρό, στενό [[λιμανάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αύλαξ</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αυλακάρης]], [[αυλακιά]], [[αυλακίστρα]], [[αυλακώνω]]].
}}
}}