Anonymous

ἐργαστήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐργαστήριον''': τὸ, [[τόπος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐργασία]], [[ἐργαστήριον]] ἢ [[ἐργοστάσιον]] [[ἔνθα]] τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· [[μεταλλεῖον]], [[λατομεῖον]], [[αὐτόθι]] 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· [[κουρεῖον]], Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, [[χαμαιτυπεῖον]], Δημ. 1367. 26 (ἴδε [[ἐργάζομαι]] ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν [[ὄντως]] [[εἶναι]] πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.
|lstext='''ἐργαστήριον''': τὸ, [[τόπος]] ἐν ᾧ γίνεται [[ἐργασία]], [[ἐργαστήριον]] ἢ [[ἐργοστάσιον]] [[ἔνθα]] τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· [[μεταλλεῖον]], [[λατομεῖον]], [[αὐτόθι]] 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· [[κουρεῖον]], Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, [[χαμαιτυπεῖον]], Δημ. 1367. 26 (ἴδε [[ἐργάζομαι]] ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν [[ὄντως]] [[εἶναι]] πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐργαστήριον]]) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ή [[τόπος]] όπου γίνεται εντατική [[προετοιμασία]] για [[κάτι]] (α. «αυτό το [[σχολείο]] αποδείχθηκε [[εργαστήριο]] επιστημόνων» β. «τήν πόλιν [[εἶναι]] πολέμου [[ἐργαστήριον]]», <b>Ξεν.</b><br />γ. «[[ἐργαστήριον]] συκοφαντῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («[[εργαστήριο]] ανατομίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ τῆς φύσεως [[ἐργαστήριον]]» — η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρ]] «[[εργάτης]]» <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. <i>εργασ</i>- <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριο</i>, που δηλώνει [[τόπο]] ([[πρβλ]]. [[σπουδαστήριο]], [[φροντιστήριο]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm