Anonymous

λάφυρα: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λάφῡρα''': [λᾰ], τά· (√ΛΑΒ, ΛΑΦ, [[λαμβάνω]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[λεία]] ληφθεῖσα ἐν πολέμῳ, «πλιάτσικα», Λατ. spolia, Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 278, 479, Σοφ. Αἴ. 93· λ. ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 646· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 24, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλ. Ἐπιγρ. 2374. 53· ― παρὰ μεταγεν. καθ’ ἑνικὸν λάφυρον, Πολύβ. 2. 62, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2263c (προσθῆκ.), κ. ἀλλ.· ἐπικηρύττω τινὶ λάφυρον, [[παρέχω]] [[δημοσίᾳ]] τὴν ἄδειαν λεηλατήσεως λαοῦ τινος ἢ χώρας, Πολύβ. 4. 26, 7· πρβλ. ρύσιον, [[σύλη]].
|lstext='''λάφῡρα''': [λᾰ], τά· (√ΛΑΒ, ΛΑΦ, [[λαμβάνω]])· ― ὡς καὶ νῦν, [[λεία]] ληφθεῖσα ἐν πολέμῳ, «πλιάτσικα», Λατ. [[spolia]], Τραγ., ὡς Αἰσχύλ. Θήβ. 278, 479, Σοφ. Αἴ. 93· λ. ἀρετῆς ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 646· [[ὡσαύτως]] ἐν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 24, Χρον. Παρ. ἐν τῇ Συλ. Ἐπιγρ. 2374. 53· ― παρὰ μεταγεν. καθ’ ἑνικὸν λάφυρον, Πολύβ. 2. 62, 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 2263c (προσθῆκ.), κ. ἀλλ.· ἐπικηρύττω τινὶ λάφυρον, [[παρέχω]] [[δημοσίᾳ]] τὴν ἄδειαν λεηλατήσεως λαοῦ τινος ἢ χώρας, Πολύβ. 4. 26, 7· πρβλ. ρύσιον, [[σύλη]].
}}
}}
{{grml
{{grml