3,273,006
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "Thier" to "Tier") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, | |lstext='''ὀφρύς''': -ύος, ἡ· αἰτ. ὀφρύν, παρὰ μεταγεν. ποιητ. ὀφρύα, Κόϊντ. Σμ. 4. 361, Ὀππ. Κυν. 4. 405, Ἀνθ. Π. 12. 186· αἰτ. πληθ. ὀφρύας (ἐν τῷ δ΄ ποδί), Ὀδ. Ι. 389· ἀλλ’ ὀφρῦς (ἐν τῷ γ΄), Ἰλ. Π. 470 πρβλ. ἰχθύς, Tiersch Gr. Gr. §191· [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. κ. αἰτ. [[ὀφρύς]], -ύν, ἅτινα διὰ τοῦτο γράφονται ὀφρῦς, -ῦν ὑπὸ τοῦ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 31, Ἀρκάδ. 92, πρβλ. [[ὀσφύς]]· ἀλλὰ ῠ, [[εὔοφρυς]], [[λεύκοφρυς]], κτλ.]. (Πρβλ. Σανσκρ. bhru, Ἀρχ. Γερμ. brawa, Σλαυ. bruvi (Ἀγγλ. brow).) Τὸ «φρῦδι», Λατ. supercilium, τὸν ... ὑπ’ ὀφρύος [[οὖτα]] Ἰλ. Ξ. 493· ἡ ὀφρὺς ἡ [[δεξιά]], ἡ ἀριστερὰ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 8, πρβλ. Προβλ. 4. 18· - ἀλλ’ ἀλλαχοῦ παρ’ Ὁμήρ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθυντ., ὡς παρ’ Ἡσ. καὶ Ἀττικ.· ἀλλαχοῦ ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ., ὑπ’ ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Ἰλ. Ν. 88, κτλ.· [[συχνάκις]] ἐπὶ σημείων ἢ νευμάτων, ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε [[Κρονίων]], δηλ. ἐπένευσεν ὀφρύσι, κατένευσε, Α. 528, κτλ.· ἡ δ’ ἄρ’ ἐπ’ ὀφρύσι νεῦσε, ἔνευσεν εἰς αὐτὸν νὰ κάμῃ τι, Ὀδ. Π. 164· ἀνὰ δ’ ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, ἔκαμε [[νεῦμα]] νὰ μὴ …, Ι. 468· [[οὕτως]], ὀφρύσι νευστάζων Μ. 194. Ἐπειδὴ διὰ τῆς κινήσεως τῶν ὀφρύων οἱ ἄνθρωποι δεικνύουσι σοβαρότητα, θλῖψιν, ὀργήν, [[μάλιστα]] δὲ ὑπερηφανίαν ἢ καταφρόνησιν, πολλαὶ φράσεις ἐσχηματίσθησαν, τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, εἰς [[σημεῖον]] θλίψεως, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, [[ὥσπερ]] τι δεινὸν ἀγγελῶν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1069· ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς [[οἴμοι]] λαλεῖ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 29· ὑπερηφανίας (πρβλ. [[ὀφρυόομαι]]), Δημ. 442, 11· [[οὕτως]], οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4· ὀφρῦς ἐπαίρειν Εὐρ. Ἀποσπάσ. 1027· σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς Ἄμφις ἐν «Δεξιδημίδῃ» 1· τοὺς ἰχθυοπώλας ... ἐπὰν ἴδω [[κάτω]] βλέποντας, τὰς δ’ ὀφρῦς ἔχοντας [[ἐπάνω]] τῆς κορυφῆς, ἀποπνίγομαι Ἄλεξις ἐν «Ἀπεγλαυκωμένῳ» 2. 7· ὅσοι τὴν φιλοσοφίας ὀφρὺν [[ὑπὲρ]] αὐτοὺς τοὺς κροτάφους ὑπερήρκασι Λουκ. Ἔρωτες 54· ὀφρῦς ἔχειν Ἀριστοφ. Βάτρ. 925· ὀφρὺν ἐφέλκεσθαι Ἀνθ. Π. 7. 440· ἐρύειν [[αὐτόθι]] 5. 216· ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνὸς Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 123· ἴδε Dobree εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - [[τοὐναντίον]]: τὰς ὀφρῦς συνάγειν, συνοφρυοῦσθαι, Ἀριστοφ. Νεφέλ. 582, Πλ. 756, κτλ. (πρβλ. [[τοξοποιέω]])· οὕτω, τὰς ὀφρῦς συνέλκειν Ἀντιφῶν ἐν Ἀδήλ. 90· συσπᾶν Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7· κατασπᾶν Ἀλκίφρων 3. 3· - τανάπαλιν, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς Εὐρ. Κύκλ. 167, Ἱππ. 290, Ι. Α. 648· σχάζεσθαι τὰς ὀφρῦς [[Πλάτων]] Κωμ. ἐν «Ἑορ.» 5· κατατίθεσθαι Πλούτ. 2. 1062F· - αἱ ὀφρύες ἦσαν [[ὡσαύτως]] ἡ [[ἕδρα]] τῆς ἐκδηλώσεως τοῦ μειδιάματος καὶ τῆς χαρᾶς, ἀγανᾷ γελᾶν ὀφρύϊ Πινδ. Π. 9. 67, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 257· ἢ σοβαρότητος, στυγνὸν ὀφρύων [[νέφος]] Εὐρ. Ἱππ. 173· ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν [[αὐτοῦ]] αἱ ὀφρύες Ξεν. Συμπ. 8. 3· περὶ τοῦ φυσιγνωμικοῦ αὐτῶν χαρακτῆρος ὅρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 9, 1. 2) ὀφρὺς μόνον, ὡς τὸ Λατ. supercilium, [[καταφρόνησις]], [[ὑπεροψία]], Ἀνθ. Π. 7. 409., 9. 43., 10. 122, κτλ. ΙΙ. ἐξ ὁμοιότητος σχήματος, ἡ ὀφρὺς ὄρους, ὀρεινὴ σειρὰ [[μετὰ]] ἀποκρήμνου πλευρᾶς, [[ἀπόκρημνος]] [[βράχος]], [[κρημνός]], Ἰλ. Υ. 151, Πινδάρ. Ο. 13. 150· ἡ ἐπικρεμαμένη [[ἀπότομος]] [[ὄχθη]] τοῦ ποταμοῦ, Πολύβ. 2. 33, 7, κλ.· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 178, κτλ.· ἐπὶ τάφρου, χαράδρας, Στράβ. 234· -ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἡρόδ. μεταχειρίζεται τὸν τύπον [[ὀφρύη]], ὃ ἴδε, πρβλ. [[ὀφρυάω]], [[ὀφρυόεις]], [[ὀφρυώδης]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀφρῦς· τὰ κρημνώδη καὶ τραχέα τῶν ὀρῶν. καὶ [[ἔπαρσις]], [[ὑπερηφανία]]». | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |