Anonymous

μιχέω: Difference between revisions

From LSJ
1,445 bytes added ,  11 November 2023
m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
 
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑχέω:''' Diog. L. = [[ὀμιχέω]].
|elrutext='''μῑχέω:''' Diog. L. = [[ὀμιχέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμείχω]] και [[ὀμιχῶ]] και [[μιχῶ]], [[μιχέω]] (Α)<br />[[ουρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀμείχω]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>meiĝh</i>- «[[ουρώ]]» με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὁ</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>mehati</i> «[[ουρώ]]», αβεστ. <i>ma</i><i>ē</i><i>zaiti</i>, αρχ. νορβ. <i>m</i><i>ī</i><i>ga</i> κ.ά. Η συνηρημένη [[μορφή]] του τ. <i>ὀμιχῶ</i> (και <i>μιχῶ</i>, [[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός [[σχηματισμός]] από το συνώνυμο <i>οὐρῶ</i>, ενώ το -<i>ι</i>- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (<b>πρβλ.</b> [[ιδίω]], [[ίδος]]). Το ρ. [[ὀμείχω]], [[τέλος]], συνδέεται με το ουσ. [[μοιχός]] ([[χωρίς]] προθεματικό [[φωνήεν]]), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην [[έννοια]] του διαφθορέα εραστή (<b>βλ.</b> και λ. [[μοιχός]])].
}}
}}