Anonymous

ἀξιοπιστία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
|mltxt=η (Α [[ἀξιοπιστία]])<br />[[ιδιότητα]] του αξιόπιστου<br /><b>αρχ.</b><br />το να φαίνεται [[κάτι]] εύλογο, ότι δηλ. αξίζει να γίνει πιστευτό.
}}
{{trml
|trtx====[[trustworthiness]]===
Azerbaijani: etibarlılıq, inamlılıq; Danish: troværdighed; Dutch: [[betrouwbaarheid]]; Esperanto: fidindeco; Finnish: luotettavuus; French: [[fiabilité]], [[de confiance]]; Greek: [[αξιοπιστία]]; Ancient Greek: [[ἀξιοπιστία]], [[πίστις]], [[τὸ πιστόν]]; Italian: [[fidatezza]], [[attendibilità]], [[affidabilità]]; Norwegian Bokmål: troverdighet; Russian: [[благонадёжность]]; Serbo-Croatian: pouzdanost, vjerodostojnost; Spanish: [[integridad]]; Swedish: trovärdighet, trovärde
}}
}}