Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίγαμος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.
|mltxt=-η, -ο (AM -ος, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο ενώ διαρκεί ο [[πρώτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνάπτει δεύτερο γάμο [[μετά]] τη [[διάλυση]] του πρώτου, ο ξαναπαντρεμένος.
}}
{{trml
|trtx====[[adulterous]]===
Bulgarian: блуден, извънбрачен; Catalan: adúlter; Czech: nevěrný; Esperanto: adulta; Finnish: uskoton, haureellinen, rietas; French: [[adultère]]; Galician: adúltero; German: [[ehebrecherisch]]; Ancient Greek: [[γαμοκλόπος]], [[δίγαμος]], [[κατάμοιχος]], [[λαθραιόκοιτος]], [[μοιχαλίς]], [[μοιχευτής]], [[μοιχευτός]], [[μοιχεύτρια]], [[μοιχικός]], [[μοιχοτύπη]], [[μοιχῶδες]], [[μοιχώδης]]; Hungarian: házasságtörő; Irish: adhaltrach; Italian: [[adultero]]; Latin: [[adulter]]; Maori: tōkohi, toukohi; Norman: adultéthe; Plautdietsch: ehebräakjarisch; Polish: cudzołożny, pozamałżeński; Portuguese: [[adúltero]]; Romagnol: adùltar, adùlter; Russian: [[прелюбодейный]], [[блудный]], [[неверный]], [[гулящий]]; Scottish Gaelic: adhaltranach; Spanish: [[adúltero]]
}}
}}