Anonymous

άσβεστος: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[άσβηστος]], -η, -ο (AM [[ἄσβεστος]], -ον και -ος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σβήνει ή δεν μπορεί [[κανείς]] να τον σβήσει («άσβηστη [[φωτιά]]»<br />«ἀσβέστη [[φλόξ]]»<br />«λυχνίδος ἀσβέστοιο»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν σβήνει, που δεν σταματά, ο [[ακατάπαυστος]] («[[άσβηστος]] [[καημός]]», «άσβηστη [[δίψα]]»<br />«[[άσβεστος]] [[γέλως]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεξίτηλος]] («μια θλιβερή [[εικόνα]] βαμένη με τα αίματα τ' άσβηστα», Παλαμάς)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ΑΝ) (ΜΝ και ἀσβέστης, ο<br />Ν και ασβέστι, το<br />Μ ἄσβεστον, το) το οξείδιο του ασβεστίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ορυκτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ρηματικό [[επίθετο]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σβέννυμι]]. Το νεοελλ. [[άσβηστος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσβεστος]] (το -<i>η</i>- κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σβήνω]]). Το θηλ. του επιθ. [[άσβεστος]] χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει αφ' ενός μεν ([[κατά]] [[παράλειψη]] του [[τίτανος]]) «την τίτανο που δεν σβήστηκε με [[νερό]], το οξείδιο του ασβεστίου», αφ' ετέρου δε «[[είδος]] ορυκτού». Άλλοι τύποι του ουσ. [[άσβεστος]] «οξείδιο του ασβεστίου» [[είναι]]: μσν.-νεοελλ. [[ασβέστης]] και νεοελλ. <i>ασβέστι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ασβέστιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ασβέστιον</i>, υποκορ. του ουσ. [[άσβεστος]]<br />μσν. <i>άσβεστον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσβεστος]]. Οι τύποι [[άσβεστος]], [[ασβέστης]] χρησιμοποιήθηκαν για τον σχηματισμό πολλών λέξεων:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ασβεστώδης]], <i>ασβέστωσις</i>(-<i>η</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασβεστάς]], [[ασβέστιος]], [[ασβεστώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ασβεστοαμμοκονία]] ([[ασβεστοκονίαμα]]), [[ασβεστόγαλα]], [[ασβεστοκάμινο]] ([[ασβεστοκάμινος]]), [[ασβεστόλακκος]], [[ασβεστόλιθος]], [[ασβεστόνερο]], [[ασβεστόπετρα]], [[ασβεστούχος]], [[ασβεστοχρίω]]].
|mltxt=και [[άσβηστος]], -η, -ο (AM [[ἄσβεστος]], -ον και -ος, -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σβήνει ή δεν μπορεί [[κανείς]] να τον σβήσει («άσβηστη [[φωτιά]]»<br />«ἀσβέστη [[φλόξ]]»<br />«λυχνίδος ἀσβέστοιο»)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν σβήνει, που δεν σταματά, ο [[ακατάπαυστος]] («[[άσβηστος]] [[καημός]]», «άσβηστη [[δίψα]]»<br />«[[άσβεστος]] [[γέλως]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[ανεξίτηλος]] («μια θλιβερή [[εικόνα]] βαμένη με τα αίματα τ' άσβηστα», Παλαμάς)<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> (ΑΝ) (ΜΝ και ἀσβέστης, ο<br />Ν και ασβέστι, το<br />Μ ἄσβεστον, το) το οξείδιο του ασβεστίου<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ορυκτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Ρηματικό [[επίθετο]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σβέννυμι]]. Το νεοελλ. [[άσβηστος]] <span style="color: red;"><</span> [[άσβεστος]] (το -<i>η</i>- κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σβήνω]]). Το θηλ. του επιθ. [[άσβεστος]] χρησιμοποιήθηκε ως ουσιαστικό, για να δηλώσει αφ' ενός μεν ([[κατά]] [[παράλειψη]] του [[τίτανος]]) «την τίτανο που δεν σβήστηκε με [[νερό]], το οξείδιο του ασβεστίου», αφ' ετέρου δε «[[είδος]] ορυκτού». Άλλοι τύποι του ουσ. [[άσβεστος]] «οξείδιο του ασβεστίου» [[είναι]]: μσν.-νεοελλ. [[ασβέστης]] και νεοελλ. <i>ασβέστι</i> <span style="color: red;"><</span> <b>μσν.</b> <i>ασβέστιν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ασβέστιον</i>, υποκορ. του ουσ. [[άσβεστος]]<br />μσν. <i>άσβεστον</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσβεστος]]. Οι τύποι [[άσβεστος]], [[ασβέστης]] χρησιμοποιήθηκαν για τον σχηματισμό πολλών λέξεων:<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ασβεστώδης]], <i>[[ἀσβέστωσις|ασβέστωσις]]</i>(-<i>η</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασβεστάς]], [[ασβέστιος]], [[ασβεστώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ασβεστοαμμοκονία]] ([[ασβεστοκονίαμα]]), [[ασβεστόγαλα]], [[ασβεστοκάμινο]] ([[ασβεστοκάμινος]]), [[ασβεστόλακκος]], [[ασβεστόλιθος]], [[ασβεστόνερο]], [[ασβεστόπετρα]], [[ασβεστούχος]], [[ασβεστοχρίω]]].
}}
}}