Anonymous

ἁρπακτός: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
mNo edit summary
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν )<br /><b>βλ.</b> [[αρπαχτός]].
|mltxt=[[αρπαχτός]], -ή, -ό (AM [[ἁρπακτός]], -ή, -όν) [[αρπάζω]]<br />αυτός που αποκτήθηκε με [[αρπαγή]], ο [[κλοπιμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βιαστικός]] ή αυτός που γίνεται βιαστικά<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αρπαχτά</i><br />βιαστικά, [[γρήγορα]], [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ριψοκίνδυνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm