Anonymous

ἀλαλία: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀλαλία]]) (Ν και αλαλιά) [[ἄλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] λαλιάς, φωνής, απόλυτη [[σιωπή]], «[[βουβαμάρα]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πονηρία]], [[αταξία]].
|mltxt=η (Α [[ἀλαλία]]) (Ν και αλαλιά) [[ἄλαλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έλλειψη]] λαλιάς, φωνής, απόλυτη [[σιωπή]], «[[βουβαμάρα]]»<br /><b>αρχ.</b><br />[[πονηρία]], [[αταξία]].
}}
{{trml
|trtx====[[speechlessness]]===
Afrikaans: spraakloosheid; Esperanto: senparoleco, muteco; German: [[Sprachlosigkeit]], [[Stummheit]]; Ancient Greek: [[ἀλογία]], [[ἀλογίη]], [[ἀμφασίη]], [[ἀναυδία]], [[ἀναυδίη]], [[ἀφασία]], [[ἀφθογγία]], [[ἀφωνία]], [[ἀφωνίη]], [[ἀλαλία]]
}}
}}