Anonymous

ἴς: Difference between revisions

From LSJ
6,708 bytes added ,  28 January
m
no edit summary
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἴς:''' [[ἰνός]] (ῑ) ἡ (dat. pl. [[ἴνεσι]] Hom., ἶσιν Aesch.)<br /><b class="num">1</b> [[мышца]], [[мускул]]: ἶνες καὶ μέλεα Hom. мышцы и члены, т. е. тело, организм; ἄρθρων ἶνες Arph. мышцы тела, мускулатура;<br /><b class="num">2</b> [[сухожилие]]: σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Hom. сухожилия связывают мышцы и кости;<br /><b class="num">3</b> [[волокно]]: ἶνες αἵματος Arst. волокнистое вещество крови (т. е. фибрин); ἶνες καὶ [[νεῦρα]] Plat. (мышечные) волокна и сухожилия;<br /><b class="num">4</b> (у беспозвоночных), [[кровеносный сосуд]] (τὰ μικρὰ τῶν ζῴων ὀλίγας ἶνας ἀντὶ φλεβῶν εχουσιν Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[прожилка]] (ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.);<br /><b class="num">6</b> [[сила]], [[мощь]] (ἐνὶ μελεσσιν Hom.): описательно κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Hom. могучий Одиссей; ἲς Ἡρακλῆος или ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. могучий Геракл;<br /><b class="num">7</b> [[сила]], [[стремительность]], [[напор]] (ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.).
|elrutext='''ἴς:''' [[ἰνός]] (ῑ) ἡ (dat. pl. [[ἴνεσι]] Hom., ἶσιν Aesch.)<br /><b class="num">1</b> [[мышца]], [[мускул]]: ἶνες καὶ μέλεα Hom. мышцы и члены, т. е. тело, организм; ἄρθρων ἶνες Arph. мышцы тела, мускулатура;<br /><b class="num">2</b> [[сухожилие]]: σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν Hom. сухожилия связывают мышцы и кости;<br /><b class="num">3</b> [[волокно]]: ἶνες αἵματος Arst. волокнистое вещество крови (т. е. фибрин); ἶνες καὶ [[νεῦρα]] Plat. (мышечные) волокна и сухожилия;<br /><b class="num">4</b> (у беспозвоночных), [[кровеносный сосуд]] (τὰ μικρὰ τῶν ζῴων ὀλίγας ἶνας ἀντὶ φλεβῶν εχουσιν Arst.);<br /><b class="num">5</b> [[прожилка]] (ἶνες ἐν τοῖς μετάλλοις Plut.);<br /><b class="num">6</b> [[сила]], [[мощь]] (ἐνὶ μελεσσιν Hom.): описательно κρατερὴ ἲς Ὀδυσῆος Hom. могучий Одиссей; ἲς Ἡρακλῆος или ἲς βίης Ἡρακληείης Hes. могучий Геракл;<br /><b class="num">7</b> [[сила]], [[стремительность]], [[напор]] (ἀνέμοιο, ποταμοῖο Hom.).
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (ΑΜ [[ἴς]], ἰνός)<br />καθένα από τα νηματια που απαρτίζουν ζωικό, φυτικό ή [[ορυκτό]] [[σώμα]] και τα οποία έχουν επιμήκη λεπτή [[μορφή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[ονομασία]] που δίνεται σε ανατομικά στοιχεία με διαφορετικούς ρόλους τα οποία έχουν κοινό χαρακτηριστικό τη [[μακριά]] και λεπτή [[μορφή]] (α. «μυϊκές ίνες» β. «νευρικές ίνες» γ. «συνδετικές ίνες»)<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι ίνες</i><br />πολύ επιμήκη κύτταρα με παχιές μεμβράνες τα οποία αποτελούν το μεγαλύτερο [[μέρος]] του στερεωτικού συστήματος τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τένοντας]]<br /><b>2.</b> [[νεύρο]] («οὐ γὰρ ἔτι σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> η ινική του αίματος<br /><b>4.</b> [[λωρίδα]] παπύρου («ταῖς τῶν χαρτῶν ἰσίν»)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[ήρωας]], [[πολεμιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Έχει υποτεθεί ότι στη λ. <i>ΐς</i> υπήρχε -<i>F</i>-, όπως συνάγεται από το ομηρικό [[μέτρο]], [[πράγμα]] που οδήγησε στη [[σύνδεση]] της λ. με το (<i>F</i>)<i>is</i> «[[δύναμη]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ις</i>). Υποστηρίχθηκε δηλ. [[είτε]] ότι η [[κλίση]] <i>ἰν</i>-<i>ός</i>, <i>ἶν</i>-<i>α</i> κ.λπ. προήλθε από την αιτιατ. <i>ἶν</i> (προ φωνήεντος) του ουσ. <i>ἴς</i> «[[δύναμη]]» [[είτε]] ότι το θ. <i>ἰν</i>- ανάγεται σε IE <i>wĩs</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>w</i><i>ī</i><i>s</i>-<i>n</i>-, απ' όπου [[υστερογενώς]] προήλθε η ονομαστ. <i>ἴς</i>, ενώ η σημ. «[[νεύρο]]» αποτελεί νεωτερισμό της Ελληνικής. Αν όμως αποκλειστεί η [[σχέση]] της λ. με το <i>ἴς</i> «[[δύναμη]]», [[τότε]] δεν υπάρχει βέβαιη [[ετυμολογία]]. Υπετέθη [[απλώς]] [[σχέση]] με τη [[ρίζα]] του [[ἴτυς]] και με τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>γίς</i>-[[ἱμάς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ινίο]](ν), [[ινώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιναία]], <i>ινώ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ινάριον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινίδιο]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α’ συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[ινοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ινοβλάστη]], [[ινοβλάστωμα]], [[ινοθώρακας]], [[ινοκυστικός]], [[ινολίπωμα]], <i>ινομύζωμα</i>, [[ινομύωμα]], [[ινοπαγής]], [[ινοσάρκωμα]], <i>ινόστεμμα</i>. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[άινος]], [[εύινος]], [[λεπτόϊνος]], <i>ολιγόϊνος</i>, [[πολύϊνος]].<br /><b>(II)</b><br />(ΑΜ ίνα)<br />(τελικ. σύνδ.) α) για να, με σκοπό να («ἵνα δὴ μή τινα τῶν νόμων ἀναγκασθῇ λῡσαι», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἵνα τί» — για ποιό λόγο, [[γιατί]]; («θεέ μου, θεέ μου ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;», ΚΔ)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[αποτέλεσμα]] να, ώστε να...<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(σύνδ.)</b> (ελλειπτ. χρήσεις) α) για να οριστεί ο [[σκοπός]] τών λεγομένων (i. «[[Ζεὺς]] ἔσθ', ἵν' εἰδῇς» — υπάρχει ο Δίας, στό λέω να το ξέρεις, <b>Σοφ.</b><br />ii. «ἵν' ἐκ τούτων ἄρξωμαι» — για ν' αρχίσω απ' αυτά, <b>Δημοσθ.</b>)<br />β) με προτρεπτική [[σημασία]] («ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς τὰς χεῖρας αὐτῇ», ΚΔ)<br />γ) <b>φρ.</b> «ἵνα τί» ή «ἵνα δὴ τί» — για ποιό σκοπό, [[προς]] τί<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> α) [[εκεί]], σ' εκείνο το [[σημείο]] («κείνους δὲ κιχησόμεθα πρὸ πυλάων... ἵνα γάρ [[σφιν]] [[ἐπέφραδον]] ἠγερέθεσθαι» — θα τους συναντήσουμε [[μπροστά]] απ' τις πύλες, [[γιατί]] [[εκεί]] τους παρήγγειλα να συγκεντρωθούν<br />β) όπου, [[εκεί]] όπου («στήσε δ' ἄγων ἵν' Ἀθηναίων ἵσταντο φάλαγγες» — τους οδήγησε και τους τοποθέτησε [[εκεί]] όπου είχαν παραταχθεί οι φάλαγγες τών Αθηναίων, <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />γ) για περιστάσεις («[[γάμος]], ἵνα χρή» — [[γάμος]], [[κατά]] τον οποίο [[πρέπει]]...)<br />δ) (με γεν.) σε ποιὸ [[μέρος]], σε τί [[σημείο]] (i. «ἵνα τῆς χώρης» — σε ποιὸ [[σημείο]] της χώρας, <b>Ηρόδ.</b><br />ii. «ἵνα εἶ κακοῦ» — σε τί [[κακό]] βρίσκεσαι, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἵ</i>-να<br />το <i>ἵ</i>- πιθ. <span style="color: red;"><</span> ΙΕ αναφορικό <i>yo</i>- (στο οποίο ανάγεται και η αναφορ. αντων. <i>ὅς</i> «ο [[οποίος]]»), ενώ ως [[προς]] την κατάλ. -<i>να</i> η λ. συνδέεται με τους τ. της αρχ. ινδ. <i>ye</i>-<i>na</i>, <i>te</i>-<i>na</i>, που δηλώνουν όργανο, [[μέσο]]. Η λ. <i>ἵνα</i>, [[επειδή]] ως επίρρ. συντασσόταν με [[υποτακτική]], έλαβε αργότερα τη [[χρήση]] τελικού συνδέσμου και σημ. «για να». Από τον τ. <i>ἵνα</i> προήλθε ο νεοελλ. σύνδ. να].
}}
}}
{{ls
{{ls