3,274,919
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=τό, <i>[[Krankenhaus]]</i>, Sp. | |ptext=τό, <i>[[Krankenhaus]]</i>, Sp. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (ΑΜ [[νοσοκομεῖον]]) [[νοσοκόμος]]<br />κοινωνικο-επιστημονικό [[ίδρυμα]], [[δημόσιο]] ή ιδιωτικό, για την [[κατά]] το δυνατόν πληρέστερη [[θεραπεία]] και την [[αποκατάσταση]] της υγείας τών ασθενών, [[καθώς]] και την [[παροχή]] περίθαλψης στις περιπτώσεις τοκετών, θεραπευτήριο (α. «γενικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] που δέχεται όλων τών τύπων περιπτώσεις, παθολογικές και χειρουργικές, επικεντρώνοντας [[συνήθως]] την [[προσφορά]] του στις οξείες νοσήσεις που απαιτούν βραχυχρόνια [[περίθαλψη]], στη [[μητρότητα]] και στο [[παιδί]]<br />β. «ειδικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] που περιορίζει τις υπηρεσίες του σε μεμονωμένες κατηγορίες ασθενών ή τύπους νόσων [[ιδίως]] σε περιπτώσεις νόσων του [[θώρακος]], λοιμωδών, ογκολογικών και ψυχικών νόσων<br />γ. «στρατιωτικό [[νοσοκομείο]]» — [[νοσοκομείο]] στο οποίο νοσηλεύονται ασθενείς ή τραυματίες με τις φροντίδες στρατιωτικού ιατρικού προσωπικού<br />δ. «πλωτό [[νοσοκομείο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται ως [[νοσοκομείο]], αλλ. νοσοκομειακό [[πλοίο]]<br /><b>μσν.</b><br />μοναστηριακό [[αναρρωτήριο]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[ξενών]]». | |||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml |