3,274,873
edits
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b> | |mltxt=[[φταίω]], [[πταίω]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[πταίω]] και διαλ. τ. [[φταίγω]] Ν<br />[[υποπίπτω]] σε [[σφάλμα]], [[κάνω]] [[λάθος]], [[σφάλλω]] (α. «έφταιξε και [[πρέπει]] να πληρώσει» β. «ἐὰν πταίσωσί τι», Φιλήμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[ένοχος]], [[υπαίτιος]] για [[κάτι]], ευθύνομαι για [[κάτι]] («αυτός φταίει για το [[κακό]] που μάς βρήκε»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> [[προσκόπτω]], [[σκοντάφτω]]<br /><b>2.</b> [[πέφτω]] («οἳ φερόμενοι πρὸς τὰς πέτρας πταίοντες διεσφενδονῶντο», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[κάτι]] να πέσει ή να σκοντάψει<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[περιπίπτω]] σε [[ατυχία]], [[ατυχώ]] («μὴ περὶ Μαρδονίῳ πταίσῃ ἡ [[Ἑλλάς]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br />β) (για [[ελπίδα]]) διαψεύδομαι<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πταίομαι</i><br />(<b>για πράγμ.</b>) [[αποτυγχάνω]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τὰ πταισθέντα</i><br />οι αποτυχίες, τα σφάλματα<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ἅ ἐπταίσθη» — οι αποτυχίες του (<b>Πλούτ.</b>)<br />β) «ἡ [[γλῶσσα]] πταίει» — η [[γλώσσα]] σκοντάφτει (<b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>παροιμ.</b> «μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίει» — δεν [[πρέπει]] να κάνει [[κανείς]] το ίδιο [[λάθος]] δύο φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. εκφραστικό ρ. το οποίο εμφανίζει την [[ίδια]] κατάλ. με τα ρ. [[παίω]], [[ῥαίω]] και φωνηεντισμό -<i>α</i>-, αναμενόμενο για έναν εκφραστικό τ. Τα παρ. του ρ. [[πταίω]] εμφανίζουν θ. σε -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πταῖ</i>-<i>σ</i>-<i>μα</i>, <i>πταί</i>-<i>σ</i>-<i>της</i>) <i>το</i> οποίο δεν βοηθά, όμως, στην ετυμολόγηση του ρ. Στη Νέα Ελληνική χρησιμοποείται ο τ. [[φταίω]], με ανομοιωτική [[τροπή]] του κλειστού -<i>π</i>- σε διαρκές -<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[κτίζω]]: [[χτίζω]], [[πτερόν]]: [[φτερό]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |